Στην πόλη Ναΐν ο Χριστός έρχεται αντιμέτωπος με αυτό που η
αμαρτία δώρισε στον άνθρωπο, τον θάνατο. Ένα νέο παιδί, ο
μονογενής υιός μιας χήρας, είναι στο φέρετρο. Η μάνα του θρηνεί
απαρηγόρητη. Ο θάνατος του νέου παιδιού, αλλά και ο πόνος της
μάνας συνταράζουν βαθιά τα σπλάχνα του Χριστού. Δεν δημιούργησε
τα πλάσματά του για να καταντούν σ’ αυτή την τραγωδία. Τα έφτιαξε
για να ζουν, ανώδυνα, χαρούμενα, παντοτινά. Δεν είχε σχεδιάσει
θάνατο. Πλησιάζει αυτόβουλα τη χαροκαμένη μάνα και της λέει να
μην κλαίει άλλο. Και γυρίζοντας αμέσως προς το νεκρό παιδί, το
ανασταίνει με μια κουβέντα και ένα άγγιγμα (Κυριακή Γ΄ Λουκά).
Ο θάνατος φαίνεται να συντρίβει κυριολεκτικά τη ζωή. Είναι
όμως έτσι; Είναι ασύλληπτο στη λογική το μυστήριο της ζωής και του
θανάτου. Το μυαλό μας αρνείται να δεχτεί επιστροφή στη ζωή μετά
τον θάνατο, ή ότι υπάρχει συνέχειά της μετά το βιολογικό τέλος. Το
θεωρούμε παράλογο. Ο Χριστός λέει ότι είναι υπέρλογο. Ξεπερνάει
τη λογική μας. Όχι παράλογο. Αυτά όμως τα καταλαβαίνουμε μόνο,
αν τα ζήσουμε.
Διηγείται ο αγιορείτης γέροντας Νίκων:
Ένας ταξιτζής στην Αθήνα παίρνει από το «Ελευθέριος
Βενιζέλος» μια κοπέλα, την πηγαίνει σπίτι της στην Καλλιθέα.
Συζητάγανε στον δρόμο, μου λέει, πραγματικά καλλιεργημένη,
μορφωμένη, αξιόλογη κοπέλα. Φτάνουν στο σπίτι της, κοιτάνε το
ταξίμετρο, ανοίγει το πορτοφόλι της, δεν φτάνανε.
-Συγγνώμην, λέει, έρχομαι. Κατεβαίνει κάτω, τη βλέπει, μπαίνει
σπίτι και περίμενε. Περίμενε, περίμενε, περίμενε…, λέει, τί έγινε; Με
ξέχασε; Κατεβαίνει, χτυπάει την πόρτα, βγαίνει μια γυναίκα με μαύρα.
Λέει, συγγνώμην, τα λεφτά για να φύγω. -Ποια λεφτά; λέει εκείνη. -Τα
λεφτά του ταξιού. Για την κόρη σας που έφερα απ’ το αεροδρόμιο.
Τον κοιτάζει η γυναίκα. -Ποια έφερες απ’ το αεροδρόμιο; -Την κόρη
σας που μπήκε τώρα μέσα. Βγάζει μια φωνή η γυναίκα, βάζει τα
κλάματα, κάνει μεταβολή και μπαίνει μέσα στο σπίτι. Ο άνθρωπος
τρόμαξε. Λέει, δεν είναι στα καλά της; Τί έπαθε; Μήπως είπα κάτι που
δεν έπρεπε;
Μπαίνει κι αυτός μέσα, πέφτει πάνω στον άντρα της. -Τί της
είπες, Χριστιανέ μου; Τί της έκανες; Τί της είπες; Δεν μας αφήνεις στον
πόνο μας μέρα που είναι; -Συγγνώμην, λέει, δεν σας ξέρω και δεν με
ξέρετε. Θέλω τα λεφτά μου για να φύγω. -Ποια λεφτά; λέει εκείνος. -
Τα λεφτά για την κόρη σας που έφερα απ’ το αεροδρόμιο. Τον
κοιτάζει ο άνθρωπος, ποιον έφερες απ’ το αεροδρόμιο; -Την κόρη
σας, είπε. Δεν λέει τίποτε ο άνθρωπος, γυρνάει το κεφάλι του,
γυρνάει και ο ταξιτζής το δικό του και βλέπει σ’ ένα τραπέζι ένα δίσκο
μεγάλο με κόλλυβα κι επάνω η φωτογραφία της κοπέλας. Ήταν τα
δύο χρόνια, κόλλυβα για τα δύο χρόνια από τότε που κοιμήθηκε.
Και βάζει τις φωνές ο άνθρωπος. -Τώρα τί θέλετε να πείτε, ότι
κουβάλησα από το αεροδρόμιο μέχρι εδώ μια πεθαμένη; Γιατί, τί
νομίζετε δηλαδή, ότι με κλειστό το στόμα μας ήρθαμε στο σπίτι σας;
Τί θα πει κόλλυβα και πεθαμένη; Εάν αυτή που έφερα, λέει στη
γυναίκα, δεν ήταν η κόρη σου, πώς θα ήξερα εγώ, ότι τώρα εσύ
τακτοποιείς κληρονομικά σου στην Πάτμο για τα τάδε και τα τάδε
οικόπεδα; Εάν αυτή που έφερα δεν ήταν η κόρη σας, λέει στον άντρα,
πώς θα ’ξερα εγώ, ότι εσύ τώρα με τον ξάδερφό σου ετοιμάζεις
επιχείρηση με ενοικιαζόμενα στη Λευκάδα; Με συγχωρείτε, λέει, μου
επιτρέπετε;
Και προχωράει προς τα μέσα φωνάζοντας: -Σοφία, κορίτσι μου,
πού είσαι; Ανοίγει μια πόρτα. -Σοφία, πού είσαι; Πάει παραπέρα. -
Σοφία, πού είσαι; Περνάει όλα τα δωμάτια κι όταν γυρνάει, βλέπει στο
σαλόνι τη μάνα να ’χει λιποθυμήσει στον καναπέ και τον πατέρα να
τρέμει ολόκληρος. Μετά στην Εκκλησία, στο μνημόσυνο, όλοι απορούσαν
ποιος ήταν αυτός που έκλαιγε με τους γονείς.
Η ζωή, η ανάσταση κυριεύουν τον θάνατο. Όχι το αντίθετο. Εσύ
πιστεύεις ότι ο Χριστός, η όντως Ζωή, κάνει τους νεκρούς
ολοζώντανους;