15. ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΝΕΣ
ΨΥΧΕΣ
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Στὴν ζωὴ αὐτὴ τίποτα δὲν εἶναι βέβαιο, ὅλα εἶναι ρευστά.
Κανεὶς δὲν προσδιορίζει, δὲν προδιαγράφει ἢ καθορίζει.
Ὅταν ἤμουν νέα, ἤμουν ἄπειρη, ρομαντικὴ κι ὀνειροπόλα. Τώρα
μεγάλωσα καὶ τὰ ὄνειρα ἔχουν χαθεῖ. Μίκρηναν κι ἔγιναν ἄγνωστες μικρὲς κυλίδες
μέσα σ' ἕνα ἀπέραντο κενό.
Μοῦ εἶναι ἀδύνατον, ὅσα χρόνια κι ἂν περάσουν, νὰ ξεχάσω ὅλα
ὅσα μὲ ἀνάγκασαν νὰ περάσω.
Οἱ πληγὲς εἶναι ἀόρατες, δὲν εἶναι ὁρατές, τὶς βλέπει μόνο
αὐτὸς ποὺ τὶς σέρνει μαζί του. Κι ὅταν τὶς νύχτες ξαπλώνουμε στὸ κρεβάτι,
ξεδιπλώνουμε τὴν ψυχή μας, ἀφήνοντάς τη νὰ γείρει καὶ νὰ γλύψει τὶς πληγές της.
Τόσα χρόνια ζοῦσα μέσα στὸν ὀχετὸ τῆς κόλασης, μὲ μπετὸν καὶ
σίδερα ποὺ τὸ φῶς καὶ οἱ ἦχοι κι ὁποιοδήποτε ἀντίλογος ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο
ἐρχόταν ὡς φιλτραρισμένος ἀπόηχος μὲ πολὺ λίγη ἔνταση. Σήμερα, ὅμως, εἶμαι
ἐλεύθερη καὶ μπορῶ νὰ κοιτάζω τὸν λαμπερὸ ἥλιο τῆς ζωῆς ἀπὸ κάθε ὀπτικὴ γωνία.
Ὁ ἐνθουσιασμός μου μετριάστηκε ἀπότομα στὴ σκέψη τῆς
ἐπιβίωσης, ὁ γολγοθάς μου φαντάζει τώρα ἀκόμη πιὸ ὀδυνηρὸς καὶ ἡ μόνη σωτηρία
μου εἶναι ἡ ἐλπίδα. Ὅταν, ὅμως, σ' ἐγκαταλείπει κι αὐτή, τότε ἡ ἀπόγνωση
μετατρέπεται σ' ἕνα ἀπύθμενο ποταμὸ ποὺ ἀφανίζει τὰ πάντα γύρω σου. Ἔχω πολλὰ
χαρίσματα, μὰ τώρα μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐναρμονιστῶ ἀπὸ τὶς ἀπρόοπτες
ἐναλλαγὲς τῆς ζωῆς μου. Νιώθω ἀλλιώτικη κι ἀπομονωμένη ἀπὸ τὸ πλῆθος ποὺ μὲ
περιβάλλει.
Ἡ μόνη γλυκιὰ ἰδέα ποὺ μὲ θεραπεύει αὐτὴ τὴν στιγμὴ εἶναι ἡ
θαλπωρὴ τῆς οἰκογένειας. Οἱ γονεῖς μου ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωὴ δύο μῆνες πρὶν
ἀποφυλακιστῶ, δὲν πρόλαβαν νὰ μὲ δοῦν ἐλεύθερη κι αὐτὸ μὲ πονάει ἀφάνταστα. Οἱ
δύο ἀδελφές μου μὲ τὴν οἰκογένειά τους μὲ δέχθηκαν μὲ ἀγάπη καὶ στοργή. Δὲν
ἦταν θυμωμένοι μαζί μου, ἁπλὰ ὀργισμένοι γιὰ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὰ τόσα βάσανα
ποὺ βίωσα, γιατί μὲ γνωρίζουν καὶ ξέρουν πολὺ καλὰ πὼς ποτέ μου δὲν ἔχω κάνει
κακὸ σὲ ἄνθρωπο, παρὰ μόνο στὸν ἑαυτό μου. Καὶ τώρα, παρὰ τὴ φτώχειά τους,
προσπαθοῦν μὲ κατανόηση κι ἀγάπη νὰ μοῦ ἐπουλώσουν τὰ ψυχικά μου τραύματα.
Δὲν ξέρω, εἶναι ὅλα μπερδεμένα μέσα μου, φοβᾶμαι, δὲν μπορῶ
νὰ κουμαντάρω τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴ μιζέρια ποὺ τὴν ἀκούω νὰ ἔρχεται, δίχως νὰ
μπορῶ νὰ τὴν συλλάβω ἀκριβῶς. Ἀνατριχιάζω, ὅταν τὰ σκέφτομαι. Καὶ τὸ χειρότερο;
Τί κάνω τώρα; Πρὸς τὰ ποῦ πάω; Τί ἀναμένω; Τί θὰ ἀλλάξει ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα;
Ἕνα πελώριο τίποτα. Τὰ δύσκολα γιὰ μένα γίνονται δυσκολότερα,
κολόνα γιὰ νὰ στηριχτῶ καὶ νὰ σταθῶ ὄρθια δὲν ὑπάρχει, ὅλα ἔχουν καταρρεύσει
γύρω μου, τὰ ἰδανικά μου ναυάγησαν, τὰ ὄνειρά μου συντρίμμια, ἡ ζωή μου
κατάντια, οἱ γονεῖς μου χάθηκαν κι ἔμεινα μόνη κι ἀφόρητα ἀπελπισμένη. Τί ἄλλο
νὰ προσμένω;
Παλεύω καθημερινὰ νὰ ἰσορροπήσω πάνω σ' ἕνα τεντωμένο σχοινὶ
μέσα στὴν κοινωνικὴ βρωμιά, σ' αὐτὴ τὴν μπόχα ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ παντοῦ μὰ
κανέναν δὲν ἀγγίζει. Καὶ ξέρω τὸ γιατί… γιατί ὅλοι μας ζοῦμε μέσα σ΄αὐτή. Δὲν
ὑπάρχει πιὰ σ' αὐτὴ τὴν κοινωνία ἀνθρωπιά. Τὴν ἔχουμε ὅλοι ξεχασμένη, νὰ
κιτρινίζει σ' ἕνα κρυφὸ συρτάρι τῆς ψυχῆς μας.
Ἡ ἐξουσία εἶναι παντελῶς ἀδιάφορη, μόνο τοὺς δικούς της
ἀνθρώπους καὶ τὰ συμφέροντά της προστατεύει, οἱ ὑπόλοιποι, ἄστους νὰ πᾶνε στὸ
χαμό . Ὅσες πόρτες κι ἂν χτύπησα, κανεὶς δὲν μοῦ ἔδωσε ἕνα χέρι βοηθείας νὰ
σταθῶ ὄρθια, ν' ἀνοίξω τὰ λαβωμένα φτερά μου καὶ νὰ πετάξω σὲ νέους ὁρίζοντες,
ἀφήνοντας πίσω μου ὅ,τι μὲ πόνεσε, ὅ,τι μὲ πίκρανε, ὅ,τι μὲ σταύρωσε.
Οἱ πόρτες εἶναι καλὰ ἀσφαλισμένες καὶ καμία δὲν ἄνοιξε. Ἡ
μόνη ὀρθάνοιχτη πόρτα κι ὀρθάνοιχτη ἀγκαλιὰ εἶναι ὁ σύλλογος « ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ » καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἱερεὺς
Θεόδωρος Μπατάκας, ποὺ στέκεται ἐδῶ καὶ κάποια χρόνια στὸ πλάι μου μὲ ὅλη του
τὴν ἀγάπη καὶ ἐκτίμηση. Εἶναι οἱ μόνοι ἄνθρωποι ποὺ βοηθοῦν ψυχολογικά,
πνευματικὰ καὶ οἰκονομικᾶ τοὺς δυστυχισμένους κρατουμένους κι ἀποφυλακισμένους.
Ἡ βοήθειά του, καὶ μέσα στὴν φυλακὴ ἀλλὰ καὶ τώρα ποὺ βρίσκομαι ἔξω, εἶναι γιὰ
μένα μία ἀνάσα, μία δροσοσταλιὰ μέσα στὴν ἀφόρητη καταχνιά μου.
Τὸ τεράστιο ἔργο τους ἀποτελεῖ πηγὴ ζωῆς γιὰ ὅλους τοὺς
πονεμένους καὶ ἄπορους ἀνθρώπους, ποὺ ζητοῦν ἀπελπισμένοι τὴ βοήθειά τους κι
ἐκεῖνοι τὴν προσφέρουν ἁπλόχερα, γιὰ νὰ ἁπαλύνουν τὸν πόνο τῆς ψυχῆς μας.
Θέλω νὰ εὐχαριστήσω μέσα ἀπὸ τὴν τραυματισμένη καρδιά μου τὸν
Πατέρα Θεόδωρο καὶ ὅσοι βρίσκονται πίσω του. Ἐπίσης θέλω νὰ εὐχαριστήσω τὸν
Ἀρχιμανδρίτη Γερβάσιο Ραπτόπουλο, ποὺ μέσα στὴν φυλακὴ ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ μοῦ
ἔδωσε κουράγιο, δύναμη καὶ πίστη μὲ τὴν βοήθειά του καὶ τὰ γραπτά του. Σ' ἕνα
γράμμα του μοῦ γράφει πὼς πάντα ὑπάρχουν καὶ χειρότερα, καὶ μοῦ σημειώνει πὼς
δύο συμπατριῶτες μας στὶς φυλακὲς Αἰγύπτου ἐπιβιώνουν μέσα σὲ ἄθλιες συνθῆκες.
Μ' ἕνα γεῦμα τὴν ἡμέρα ποὺ εἶναι μία πίτα σὰν λάσπη καὶ δὲν τρώγεται. Ὕπνο στὸ
δάπεδο σὲ χωρητικότητα τρία μικρὰ πλακάκια. Ἡ φυλακὴ σὰν δεξαμενὴ νεροῦ. Τὸν
χειμώνα μὲ φρικτὸ κρύο καὶ τὸ θέρος ψήνονται. Ἐπίσης, σὲ κάποια φυλακὴ τῆς Βραζιλίας
τὰ πράγματα εἶναι ἀκόμη χειρότερα. Κάποια μέρα ἔλαβα στὴν φυλακὴ ἕνα γράμμα ἀπὸ
κάποιο συμπατριώτη μας, ποὺ βρισκόταν σὲ φυλακὴ τῆς Βραζιλίας. Φοβᾶμαι γιὰ τὴν
ζωή μου, μοῦ ἔγραφε, ἐδῶ σὲ σκοτώνουν γιὰ ψύλλου πήδημα.Ἕνα ἀπόγευμα, στὸ
προαύλιο κάποιοι ἔπαιζαν ποδόσφαιρο μὲ κάποια μπάλα μπροστά μου. Ξέρεις, τί
ἦταν αὐτὴ ἡ μπάλα; Τὸ κεφάλι κάποιου κρατούμενου ποὺ λίγο πρὶν τοῦ τὸ εἶχαν
κόψει.
Φρίκαρα μόλις τὸ διάβασα, καὶ ὅλα ὅσα διάβαζα μοῦ ἔδειναν
κουράγιο νὰ συνεχίσω τὴν Ὀδύσσεια ὡς τὸ τέλος. ΤΕΛΟΣ
Από το ομόνυμο βιβλίο
της πρώην κρατουμένης ΜΑΡΙΑΣ ΒΟΛΙΩΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου