Ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς νεομάρτυρες τῆς ῾Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν καὶ ἀρκετοὶ εὐλαβεῖς λαϊκοί. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ἀλέξιος Ἰβάνοβιτς Βορόσιν, ὁ ὁποῖος βάδισε τὸν δύσκολο δρόμο τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητος. Ἕνα δρόμο ποὺ ἔγινε ἀκόμη πιὸ δύσβατος ἐπειδὴ ὁ Ἀλέξιος ἔζησε στὴ δύσκολη δεκαετία τοῦ ᾿30, ὅταν ἡ βιαιότητα τῆς Σοβιετικῆς πολιτείας ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ὑπῆρξε φοβερή. Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς ἀντιξοότητες τῆς ἐποχῆς, ὁ Ἀλέξιος κατάφερε νὰ κρατήσῃ τὴν πίστι καὶ νὰ στεφανωθῇ μὲ τὸν στέφανο τοῡ μαρτυρίου τὸ 1937. Ἂν καὶ οἱ ἐκτελεστές του ἔχουν πλέον ξεχαστῆ, τὸ ἄφθορο σῶμα του παραμένει στὴν πόλι τοῦ Ἰβάνοβο ζωντανὸ μνημεῖο γιὰ τοὺς πιστούς.
Τὰ πρῶτα του χρόνια
Ὁ Ἀλέξιος γεννήθηκε στὶς 24 Ἰανουαρίου
τοῦ 1886 στὸ χωριὸ
Καουρχίκχο στὴν
περιοχὴ Οὔριεβετς τῆς ἐπαρχίας Κόστρομα. Γονεῖς του ἦταν ὁ Ἰβὰν καὶ ἡ Εὐδοκία
Βορόσιν, ἄνθρωποι
πιστοὶ ποὺ καλλιεργοῦσαν τὴ γῆ. Ἡ περιοχὴ ὅπου μεγάλωσε ὁ Ἀλέξιος ἦταν
γνωστή, γιατὶ ἐκεῖ τὸν 16ο αἰῶνα ἔζησε ἀσκητικὰ ὁ ἅγιος Συμεὼν τοῦ Οὔριεβετς.
Οἱ ζωὲς τῶν δύο
αὐτῶν ἔχουν
πολλὲς ὁμοιότητες, ἴσως
γιατὶ –ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἔζησαν στὴν ἴδια περιοχή– ὁ Ἀλέξιος προσευχόταν θερμὰ στὸν ἅγιο Συμεών.
Ὅταν ὁ Ἀλέξιος
ἔφτασε σὲ ἡλικία
γάμου, ἄρχισε νὰ ψάχνῃ γιὰ σύζυγο καὶ ἦταν ἕτοιμος
ν᾿ ἀρραβωνιαστῇ, ὅταν κάτι ἀναπάντεχο
συνέβη κι ὁ ἀρραβώνας ἀπετράπη.
Ἐκεῖνο τὸν
καιρὸ οἱ νέοι τῆς
περιοχῆς εἶχαν τὴ
συνήθεια νὰ συνάζωνται
στὰ χωριὰ καὶ νὰ συζητοῦν, ἀλλὰ οἱ συζητήσεις αὐτὲς πολλὲς φορὲς δὲν εἶχαν θέματα πίστεως καὶ ἦταν ἀμφιβόλου ἠθικῆς. Παρακάλεσε λοιπὸν τὴν
κοπέλλα νὰ μὴ λάβῃ
μέρος σὲ τέτοιου εἴδους ἀνευλαβεῖς συζητήσεις, κάτι τὸ ὁποῖο ἐκείνη
δὲν ἄκουσε. Καὶ ὁ Ἀλέξιος
σκέφτηκε· Ἂν
τώρα δὲν μὲ σέβεται καὶ δὲν ὑπακούει,
τί θὰ γίνῃ ὅταν
θά ᾿νε γυναίκα μου; Στὴ συνέχεια ἄρχισε
νὰ προβληματίζεται μὲ τὴν ὅλη πολιτειακὴ
κατάστασι ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴ ῾Ρωσία,
τῆς ὁποίας τὸ οἰκοδόμημα εἶχε ἀρχίσει νὰ
σείεται. Εἶχε ἤδη ξεκινήσει ὁ Α΄
Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ
πολλοὶ ἐπέστρεφαν ἀπὸ τὸν
πόλεμο πολὺ
διαφορετικοί. Ὁ Ἀλέξιος διαισθανόταν ὅτι ἕνας ἐπικείμενος κίνδυνος ἦταν πρὸ τῶν πυλῶν.
Ἔτσι ἀποφάσισε νὰ
διαλύσῃ τὸν ἀρραβῶνα του καὶ ν᾿ ἀποσυρθῇ στὸ ἐρημητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Κριβοεζέρσκ.
Τὸ ἐρημητήριο αὐτὸ ἦταν ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Συμεὼν τοῦ Οὔριεβετς,
καὶ ἱδρύθηκε τὸν 17ο
αἰῶνα. Ἀπὸ τὶς τρεῖς
πλευρὲς ὑπῆρχαν
λίμνες καὶ στὴν τέταρτη πλευρὰ
βρισκόταν ὑψηλὲς ἀμμώδεις
πλαγιές. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μιὰ πηγὴ ποὺ
λεγόταν Ἡ πηγὴ τοῦ ἁγίου Συμεών, ὅπου ὁ Ἀλέξιος
πήγαινε συχνὰ νὰ προσευχηθῇ. Ὁ ἡγούμενος
τῆς μονῆς δέχτηκε τὸν Ἀλέξιο ὡς
δόκιμο, ὁ ὁποῖος
σιγὰ - σιγὰ συνήθισε τὴν
τάξι καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ κοινοβίου, ἀλλὰ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔμεινε ἐκεῖ.
Γυρίζοντας στὴν
πόλι του δὲν ἔμεινε στὸ
πατρικό του σπίτι μὲ τοὺς γονεῖς
του, ἀλλὰ ἀποφάσισε
νὰ ἐγκατασταθῇ στὸ ἀποχωρητήριο
- μπάνιο ἔξω στὴν αὐλή.
Σύντομα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ
πατέρα του, ἔχτισε
στὸν κῆπο ἕνα
κελλάκι. Ὁ Ἀλέξιος ἀφιέρωσε
ὅλο τὸν ἐλεύθερό
του χρόνο στὴν
προσευχή, ἀπομονώνοντας
τὸν ἑαυτό του εἴτε στὸ κελλί του εἴτε στὴν πηγὴ τοῦ ἁγίου
Συμεών. Ἡ περιοχὴ ἐκεῖ εἶχε
τέτοια φυσικὴ
διαμόρφωσι ποὺ ὁ Ἀλέξιος
μποροῦσε νὰ κρυφτῇ ἀπὸ τὰ βλέμματα τοῦ
κόσμου.
Ἔφτασε ὁ Μάρτιος τοῦ 1917
καὶ ἡ ῾Ρωσία
ἄρχισε νὰ δέχεται τὸ πρῶτο ταρακούνημα ἀπὸ τὸ
προεπαναστατικὸ
κίνημα. Στὰ χωριὰ δὲν ὑπῆρχαν
κάποιες κρατικὲς ἀρχὲς γιὰ νὰ
βάζουν μιὰ
τάξι. Οἱ κάτοικοι
συγκεντρώνονταν στὶς
τοπικὲς συνελεύσεις ἀγροτῶν γιὰ ν᾿ ἀποφασίσουν πάνω σὲ θέματα ποὺ τοὺς ἀφοροῦσαν. Στὸ χωριὸ τοῦ Ἀλεξίου οἱ
κάτοικοι τὸν ἐπέλεξαν ὡς
πρόεδρο τῆς
κοινότητός τους. Μὲ τὸ ποὺ ἔγινε πρόεδρος ὁ Ἀλέξιος δὲν ἄλλαξε καθόλου τὶς
συνήθειες ποὺ εἶχε μέχρι τότε· προσευχόταν πολὺ καὶ
συμμετεῖχε στὶς ἀκολουθίες
τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη
κι ὅταν ἔπρεπε ν᾿ ἀποφασίσῃ γιὰ κάτι, δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ παρέμενε μέσα προσευχόμενος μέχρι νὰ πάρῃ
κάποια πληροφορία. Παρέμεινε πρόεδρος μόνο ἕνα χρόνο, γιατὶ
κάποιος ἄλλος τοποθετήθηκε στὴ θέσι του ἀπὸ τὶς ἀρχές κ᾽ ἔτσι ὁ Ἀλέξιος σταμάτησε νὰ ἔχῃ ἐπαφὲς μὲ τὸν κόσμο καὶ
κλείστηκε στὸ
κελλί του, ἀφιερώνοντας
ὅλο του τὸν χρόνο στὴν
προσευχὴ καὶ στὴ
νηστεία. Ἔτσι
πέρασαν ἐννιὰ χρόνια.
Μιὰ νέα
πάλη
Τὸ 1928 ἐπέλεξε νὰ
βαδίσῃ τὸν δύσκολο δρόμο τῆς σαλότητας. Ἄρχισε
νὰ ζῇ ὅπου εὕρισκε, κ᾽ ἦταν ντυμένος μὲ
κουρέλια. Κανείς δὲν
γνώριζε ποῦ
περνοῦσε τὰ βράδια του καὶ οἱ ἐμφανίσεις
του ἦταν ἀναπάντεχες. Κάποια φορὰ ἐμφανίστηκε νὰ βαδίζῃ μέσα
στὰ χωράφια μετρώντας τα μὲ ἕνα ῥαβδὶ καὶ ἐνοχλώντας
τοὺς χωρικοὺς ποὺ
δούλευαν. Αὐτή
του ἡ συμπεριφορὰ προκάλεσε τὸ
γέλιο τῶν χωρικῶν, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἔδωσε σημασία. Οἱ
χωρικοὶ ἀγρίεψαν κι ἄρχισαν
νὰ τὸν κυνηγοῦν. Ὁ ἅγιος ἔφυγε, ἀλλὰ ξαναγύρισε κάνοντας τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Ἕνα
χρόνο μετά, ἐμφανίστηκε
στὰ ἴδια χωράφια ἕνας
Σοβιετικὸς γραφειοκράτης καὶ τὰ
μετροῦσε.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν
περνοῦσε ἀπὸ τὸ μυαλὸ
κανενὸς χωρικοῦ ὅτι θὰ μποροῦσε
κάποιος νὰ ἐξοριστῇ χωρὶς νὰ εἶνε ἔνοχος.
Ὅμως ὁ ὅσιος
πήγαινε στοὺς
χωρικοὺς ποὺ θὰ ἐξωρίζονταν καὶ τοὺς προειδοποιοῦσε.
Οἱ χωρικοὶ ἄρχισαν νὰ
συνηθίζουν τὶς ἐκκεντρικότητες τοῦ Ἀλεξίου, ἀλλὰ μιὰ μέρα ἐμφανίστηκε
γυμνὸς σὲ δύο ὑποδηματοποιούς,
τὸν Ἀλέξανδρο Σταπάνοβιτς καὶ τὸν
Δημήτριο Ἰβάνοβιτς,
κάτι ποὺ τοὺς ἔκανε ὅλους νὰ ἀπορρήσουν. Μετὰ ἀπὸ λίγο
καιρό, ἦρθαν στὸ χωριὸ ἀντιπρόσωποι τῆς
κυβερνήσεως καὶ
κατέσχεσαν ὅλη τὴν περιουσία τῶν δύο
ὑποδηματοποιῶν, μέχρι τὸ
τελευταῖο ροῦχο, ἀφήνοντάς
τους γυμνοὺς
δίπλα ἀπὸ τὰ
σπίτια τους ποὺ δὲν τοὺς ἀνῆκαν
πλέον.
Ἄλλες φορὲς ὁ ἅγιος πήγαινε σὲ
κάποια χωριὰ κι ἄρχιζε νὰ μετρᾷ τὰ
σπίτια, δίνοντας ἕνα
νούμερο ἄσχετο μὲ τὸ
πραγματικὸ ἐμβαδὸν τῶν σπιτιῶν. Οἱ κάτοικοι τὸν ἔβλεπαν καὶ γελοῦσαν. Μετὰ ἀπὸ λίγο
καιρὸ ὅμως οἱ ἰδιοκτῆτες αὐτῶν τῶν σπιτιῶν
συλλαμβάνονταν καὶ
φυλακίζονταν γιὰ τόσα
χρόνια ὅσο ὁ Ἀλέξιος
ἔλεγε ὅτι ἦταν τὸ ἐμβαδὸν τῶν
σπιτιῶν τους.
Μιὰ ἄλλη φορὰ τὸ χειμῶνα,
ποὺ τὰ πάντα ἦταν
σκοτεινὰ καὶ κανείς δὲν
βάδιζε στὸ
δρόμο, ἐμφανίστηκε νὰ περπατᾶ ὁ Ἀλέξιος
καὶ νὰ κατευθύνεται στὸ χωριὸ
Σερεντκίνο χωρὶς νὰ φοράῃ τὰ ροῦχα
του. Χτύπησε τὴν
πόρτα ἑνὸς σπιτιοῦ στὸ ὁποῖο ζοῦσε ἡ Ἀναστασία
καὶ ὁ Γεννάδιος. Ἡ
γυναίκα, ἀνοίγοντας
τὴν πόρτα, τοῦ φώναξε ὑψώνοντας
τὴ γροθιά της• «Ἀδιάντροπε ἄνθρωπε,
πότε θὰ σταματήσῃς νὰ μᾶς ἐκθέτῃς;». Ὁ
σύζυγός της ὅμως τὸν προσκάλεσε μέσα καὶ τοῦ ἔδωσε μιὰ
καινούργια φορεσιά. Ὁ Ἀλέξιος ντύθηκε καὶ ἀποχαιρέτησε τὸ ζευγάρι, λίγο πιὸ πέρα ὅμως
ξεντύθηκε, δίπλωσε τὰ ροῦχα καὶ τ᾿ ἄφησε
πάνω στὸ χιόνι. Τὸ ζευγάρι βρῆκε τὰ ροῦχα καὶ γιὰ πολὺ καιρὸ ἔψαχνε νὰ βρῇ τὸν
λόγο τῆς πράξεώς του αὐτῆς. Στὸ τέλος τοῦ
χειμώνα ἦρθαν στὸ σπίτι τοῦ
ζευγαριοῦ ἀντιπρόσωποι τῆς
κυβερνήσεως καὶ τοὺς πέταξαν ἔξω, ἀφήνοντάς τους μόνο μὲ τὰ ἐσώρουχα.
Κάποια ἄλλη
φορὰ ὁ Ἀλέξιος
ἐμφανίστηκε στὴν ἀδελφή
του Ἄννα. Μάζεψε κάποια
πράγματα καὶ τὰ ἔβαλε
πάνω στὸ τραπέζι. Ὅταν τὸ
τραπέζι γέμισε, φόρεσε τὸ
καπέλλο του κ᾽ ἔφυγε. Ἡ Ἄννα σκέφτηκε ὅτι ἴσως ἦταν
κάποιο σημάδι, ἔτσι ἔκρυψε αὐτὰ τὰ
πράγματα κάπου μακριὰ κι ὅταν τῆς
πήραν ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα,
τὰ μόνα ποὺ εἶχε ἦταν ὅσα εἶχε κρύψει.
Ὁ ὅσιος πολλὲς φορὲς ἐπισκεπτόταν
τὰ χωριὰ Σελεζένεβο καὶ
Παρφένεβο, ὅπου σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια εἶχε ἕνα τσουβάλι βιβλία καὶ πήγαινε, διάβαζε πίνοντας τὸ τσάϊ
του. Μιὰ φορὰ ὅμως
μπῆκε στὸ σπίτι καὶ
κάθησε πάνω ἀπὸ τὴ
σόμπα σιωπηλός. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν φιλοξενοῦσαν εἶχαν συνηθίσει τὴν
παράξενη συμπεριφορά του καὶ
περίμεναν κ᾽ ἐκεῖνοι
σιωπηλοί. Λίγη ὥρα ἀργότερα ὁ Ἀλέξιος βγῆκε ἔξω καὶ
κάθισε στὸ
κεφαλόσκαλο, καὶ ἔτσι, ὅπως
καθόταν, κατέβηκε τὶς
σκάλες καθιστός. Ἔπειτα
σκαρφάλωσε πάνω σ᾿ ἕνα κάρρο στὴν αὐλὴ καὶ ξάπλωσε ἀρχίζοντας
νὰ βογγάῃ σιωπηλά.
Δυὸ ἑβδομάδες ἀργότερα
ἡ κυρία τοῦ σπιτιοῦ,
παίρνοντας μία μεγάλη σιδερένια κατσαρόλα βραστὸ νερό ἀπὸ τὴ
σόμπα, τὴν ἔχυσε πάνω της καὶ κάηκε τόσο πολὺ ποὺ δὲν
μποροῦσε νὰ βαδίσῃ. Βγῆκε ἔξω στὴ βεράντα, κάθησε στὰ σκαλοπάτια, τὰ
κατέβηκε καθιστή, καὶ στὴ συνέχεια τὴν ἔβαλαν πάνω στὸ
κάρρο ὅπου ἔπρεπε νὰ
περιμένῃ δύο ὧρες μέχρι ποὺ
κατάφεραν νὰ τὴ μεταφέρουν στὸ
νοσοκομεῖο.
Ἐπίτροπος τῆς ἐκκλησίας
τοῦ χωριοῦ Ἔλνατ ἦταν ὁ Παῦλος Ἰβάνοβιτς,
ἕνας εὐσεβὴς καὶ δίκαιος ἄνθρωπος.
Κάποια μέρα ὁ Ἀλέξιος μπῆκε στὸ ναὸ ἐνῷ
γινόταν ἡ ἀκολουθία, φορώντας καπέλλο κι ἔχοντας ἕνα
τσιγάρο στὸ
στόμα. Ἔκανε βόλτες μέσα στὸ ναὸ μὲ τὰ
χέρια του πίσω ἀπὸ τὴν
πλάτη, προξενώντας τὴν
δυσαρέσκεια ὅλων τῶν πιστῶν. Δὲν πέρασε πολὺς
καιρὸς καὶ οἱ ἀρχὲς
διέταξαν τὸ
κλείσιμο τοῦ ναοῦ ζητώντας τὰ
κλειδιὰ ἀπὸ τὸν ἐπίτροπο
Παῦλο, γιὰ νὰ
δείξουν ὅτι οἱ πιστοὶ ἐθελούσια συμπράττουν στὸ κλείσιμο τῆς ἐκκλησίας. Ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε
νὰ παραδώσῃ τὴν ἐκκλησία στοὺς ἄθεους.
Φυλακίστηκε καὶ
πέθανε στὴ
φυλακή, ἐπειδὴ ἡ
κλονισμένη του ὑγεία
δὲν τοῦ ἐπέτρεψε
νὰ ἀντέξῃ τὴν ἀνάκρισι.
Μετὰ τὴ σύλληψι τοῦ ἐπιτρόπου ἔκλεισαν
τὴν ἐκκλησία καὶ ἐργάτες μὲ
καπέλλα καὶ
τσιγάρα βάδιζαν ἀναιδῶς μέσα στὸ ναό,
ὁ ὁποῖος
μετατράπηκε σὲ
λέσχη διασκεδάσεως. Πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ γελοῦσαν ἢ
κυνηγοῦσαν τὸν Ἀλέξιο,
βλέποντας τὴν
περίεργη συμπεριφορά του. Πολλοὶ νέοι
τὸν πείραζαν, περπατώντας
δίπλα του, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξιος δὲν ἔδινε σημασία. Βάδιζε πάντοτε φορώντας ἕνα μακρὺ
πουκάμισο μέχρι τὰ
γόνατα. Ὅταν τοῦ ἔδιναν
ροῦχα, ἐκεῖνος ἀμέσως τὰ
μοίραζε. Πολλὲς φορὲς οἱ ἀρχὲς τὸν εἶχαν
συλλάβει, στέλνοντάς τον σὲ
ψυχιατρικὴ
κλινική, ἀλλὰ ἐκεῖ οἱ
γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ διαγνώσουν κάποια ψυχικὴ πάθησι, κ᾽ ἔτσι τὸν ἄφηναν ἐλεύθερο.
Ὁ ὅσιος ἔλεγε
συχνὰ στὴν Ἄννα
Μπεζεμίροβνα, ὅταν ἀκόμη ἦταν
μικρή, τὴν ἑξῆς
φράσι• «δῶσε
μου μισὸ λίτρο». –Μὰ τί λέει ὁ Ἀλέξιος; ἀναρωτιόταν
ἡ μικρή. Μέχρι ποὺ παντρεύτηκε καὶ
[τότε] ἄκουγε συχνὰ ἀπὸ τὸν
μέθυσο ἄντρα της τὴν ἴδια
φράσι.
Τὸ 1931 ὁ πεθερὸς τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ Ἀλεξίου, ὁ
Νικόλαος Βασίλιεβιτς, ἐξωρίστηκε.
Ἐπειδὴ ἦταν ἥδη ἠλικιωμένος,
ἡ οἰκογένειά του δὲν εἶχε καμμιὰ ἐλπίδα νὰ τὸν ξαναδῇ
ζωντανό. Μιὰ μέρα
ὁ Ἀλέξιος πῆγε στὸ σπίτι τοῦ ἀνεψιοῦ του,
τοῦ Δημητρίου Μιχαΐλοβιτς,
στὸ ὁποῖο ἦταν μόνο ἡ
σύζυγός του Ἄννα
Νικολάεβνα, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε
νὰ εἶνε ἄπραγος,
βρῆκε κάτι ν᾿ ἀπασχολῆται• κ᾽ ἐνῷ ἦταν ἀπορροφημένος
στὴ δουλειά του, σήκωσε τὸ κεφάλι κ᾽ εἶπε· –Δὲν θὰ ἔρθῃ ὁ
Νικόλαος στὸ
σπίτι; –Ποιός Νικόλαος; ρώτησε ἡ Ἄννα. –Ὁ
πατέρας σου. Ἐκείνη
χτύπησε τὰ
χέρια της ὅλο
χαρὰ καὶ ρώτησε μὲ τὴ σειρά της –«Τί ἐννοεῖς, θεῖε Ἀλέξιε;
ὑπάρχει περίπτωσι νὰ εἶνε
τώρα στὸ δρόμο καὶ νὰ ἐπιστρέφῃ; –Ἴσως… ἴσως, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ
Νικόλαος ἐπέστρεψε
σπίτι.
Ὅταν ἡ Ἄννα
Νικολάεβνα γέννησε τὸ γυιό
της, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Νικόλαος, ἐπειδὴ εἶχε
γεννηθῆ λίγες μέρες πρὶν τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου
Νικολάου. Πρότειναν στὸν Ἀλέξιο νὰ εἶνε ὁ νονὸς τοῦ
παιδιοῦ κ᾽ ἐκεῖνος δέχτηκε. Στὴ
βάπτισι ὅλοι πῆγαν μὲ τὸ κάρρο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀλέξιο πού, ὅπως
συνήθιζε, πῆγε
περπατώντας. Δύο μέρες μετὰ τὴ βάπτισι, μαζεύτηκαν στὸ σπίτι τοῦ
παιδιοῦ νὰ γιορτάσουν τὴν ὀνομαστική του ἑορτή.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ἀλέξιος
ἐμφανίστηκε στὸ σπίτι, μπῆκε
μέσα ἀθόρυβα καὶ χωρὶς νὰ πῇ λέξι
ξάπλωσε στὸ
πάτωμα καὶ
σταύρωσε τὰ
χέρια του στὸ στῆθος, σὰν νὰ ἦταν
νεκρός. Οἱ
συγγενεῖς κοίταζαν τὸν Ἀλέξιο
μὲ ἀπορία. Τὸ
γεγονὸς ξεχάστηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ἀλλὰ τὸ ξαναθυμήθηκαν 42 χρόνια ἀργότερα, ὅταν ὁ Νικόλαος βρέθηκε νεκρὸς στὸ
δημοτικὸ κῆπο τοῦ
Κίνεσμα καὶ
κείτονταν στὸ ἔδαφος μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος.
Τὸ μαρτύριό του
Πλησίαζε ἡ ἐπέτειος τῶν 20 ἐτῶν ἀπὸ τὴν πτῶσι τοῦ Ῥωσικοῦ κράτους καὶ οἱ συλλήψεις συνεχίζονταν. Ὁ Ἀλέξιος
γνώριζε, ὅτι αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ
διαφύγῃ τὴ σύλληψι καὶ τὸ θάνατο. Θέλησε λοιπὸν ν᾿ ἀποχαιρετίσῃ τοὺς συγγενεῖς του
κ᾽ ἔτσι ξεκίνησε γιὰ τὸ πατρικό του, στὸ ὁποῖο τώρα ἔμενε ὁ ἀνιψιός
του Δημήτρης μὲ τὴν οἰκογένειά
του. Ἦταν Μάιος τοῦ 1937. Εἶχε
μαζέψει ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα
σ᾿ ἕνα σάκκο, τὸν ὁποῖο ὅταν τὸν ἀντίκρυσε ἡ Ἄννα Νικολάεβνα τὸν ρώτησε· –Ἦρθες
λοιπόν, Ἀλέξιε, νὰ μείνῃς γιὰ πάντα μαζί μας; Ὁ Ἀλέξιος δὲν ἀπάντησε,
ἀλλὰ ἀρχίζοντας
νὰ βγάζῃ ἕνα - ἕνα τὰ
πράγματα ἀπὸ τὸ
σάκκο σκεφτόταν τί θὰ ἔδινε στὸν
καθένα. Ἡ οἰκογένειά του διαισθάνθηκε ὅτι κάτι παράξενο θὰ συμβῇ, ὅταν ὁ Ἀλέξιος, καθισμένος δίπλα στὴ σόμπα, ἄρχισε
νὰ τραγουδᾶ ἕνα
τραγούδι γιὰ τὴ φυλακή. Ἡ Ἄννα τὸν
ρώτησε ἂν πρόκειται νὰ τοὺς
συλλάβουν ξανά. Ἀφοῦ γευμάτισαν ὅλοι
μαζί, ὁ Ἀλέξιος τοὺς εἶπε, κάνοντας μιὰ ὑπόκλισι· –Δημήτρη Μιχαΐλοβιτς, θὰ σᾶς τὰ ξεπληρώσω ὅλα, θὰ σᾶς τὰ ξεπληρώσω ὅλα. Θὰ ᾿ρθῆτε νὰ μὲ θάψετε, ἔτσι δὲν εἶνε; Ἐγὼ θὰ πεθάνω πρῶτος
καὶ θὰ ᾿ρθῆτε νὰ μὲ θάψετε.
Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας
ὁ Ἀλέξιος τοὺς ἀποχαιρέτησε καὶ
κατευθύνθηκε πρὸς τὸ Παρφένοβο, ὅπου οἱ ἀρχὲς περίμεναν νὰ τὸν συλλάβουν. Ἐκεῖνα τὰ
χρόνια οἱ φυλακὲς ἦταν
γεμᾶτες ἀπὸ ἱερεῖς,
μοναχούς, ἀσκητάς,
πιστοὺς ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἀκόμη
καὶ παιδιά. Ἀνάμεσά τους ὅμως ἦταν καὶ
κομμουνισταί, ποὺ εἶχαν καταλῃστέψει
τὸ κράτος, ἄγριοι κακοποιοὶ καὶ φονιᾶδες. Ὅλοι αὐτοὶ βρίσκονταν ἀνακατεμένοι
στὰ ἴδια κελλιά. Ὁ Ἀλέξιος, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ ἐγκληματίες,
δὲν παρέλειπε νὰ προσεύχεται νύχτα καὶ μέρα. Κανείς δὲν
γνώριζε πότε κοιμᾶται ἢ ἂν ἔτρωγε, διότι ὅλα τὰ ἔδινε
στοὺς συγκρατουμένους του.
Ἐπειδὴ δὲν εὕρισκαν κάποια κατηγορία ἐναντίον του, χρησιμοποίησαν βασανιστήρια κ᾽ ἔτσι τὸν ἔβαλαν
νὰ σταθῇ ξυπόλητος πάνω σὲ μιὰ
σόμπα ποὺ ἔκαιγε. Σύντομα στὴ
φυλακὴ διαδόθηκε ἡ φήμη, ὅτι ἀνάμεσά τους ὑπάρχει
ἕνας ἅγιος, κ᾽ ἔτσι ὁ ὑπεύθυνος τῆς
φυλακῆς τὸν πλησίασε μιὰ μέρα
καὶ τὸν ρώτησε· –Ὅλοι σὲ ἀποκαλοῦν ἅγιο.
Τί ἔχεις νὰ πῇς γι᾿ αὐτό;
–Τί εἴδους ἅγιος εἶμαι ἐγώ; εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς καὶ ἁπλὸς ἄνθρωπος.–Σωστά, ἀπάντησε ὁ ὑπεύθυνος, ἐμεῖς δὲν βάζουμε ἁγίους στὴ φυλακή, κάτι θὰ ἔκανες γιὰ νά ᾿σαι ἐδῶ. Γιατί λοιπὸν σὲ ἔφεραν ἐδῶ;
–Ἐπειδὴ αὐτὸ εἶνε ἀρεστὸ στὸ Θεό, ἀπάντησε μὲ πραότητα ὁ Ἀλέξιος
Λίγα λεπτὰ σιγῆς ἀκολούθησαν ὅταν ὁ Ἀλέξιος εἶπε·
–Γιατί μιλᾶς τώρα σ᾿ ἐμένα, ἐνῷ αὐτὴ τὴ στιγμὴ στὸ σπίτι σου ὑπάρχει μιὰ μεγάλη συμφορά;
Ὁ ὑπεύθυνος τῶν
φυλακῶν ξαφνιάστηκε, ἀλλὰ δὲν πῆγε ἀμέσως στὸ
σπίτι του. Ὅταν ἐπέστρεψε, βρῆκε τὴ γυναῖκα
του κρεμασμένη. Ἀπὸ κείνη τὴ
στιγμὴ προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν Ἀλέξιο, ἀλλὰ δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ.
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ὁ Ἀλέξιος κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὸ ἀναρρωτήριο
τῶν φυλακῶν. Μετὰ ἀπὸ 13
μέρες τὸ σῶμα του παραδόθηκε στοὺς συγγενεῖς του
νὰ τὸ θάψουν. Θάφτηκε στὸ παλιὸ
κοιμητήριο τοῦ
Κίνεσμα καὶ στὶς 12/25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1985 τὸ ἄφθαρτο λείψανο τοῦ ὁσίου Ἀλεξίου μεταφέρθηκε στὴν ἐκκλησία τῆς πόλεως Ζάρκι. Τὸν Αὔγουστο
τοῦ 1993 κατατάχτηκε στὸ ἁγιολόγιο
τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Ἰβάνοβο
καὶ τὸν Αὔγουστο
τοῦ 2.000 ἔγινε ἡ ἁγιοκατάταξί του στοὺς νεομάρτυρες καὶ ὁμολογητὰς τῆς Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ ἱερό του λείψανο
βρίσκεται τώρα στὸ ἅγιο βῆμα τῆς ἱ. μονῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς
Θεοτόκου στὴν
πόλι Ἰβάνοβο, ὅπου ἐπιτελεῖ πολλὰ
θαύματα καὶ ἰάσεις.[ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Orthodox Word», τ. 286 Σεπτ.-Ὀκτ./2012 τοῦ ἀρχιμανδρίτου Δαμασκηνοῦ Orlovskyμετάφρασις• ἱ. μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου