Διακόπτεται μὲ τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως ἡ κανονικὴ ροὴ
τῶν Κυριακῶν τοῦ Ματθαίου ποὺ ξεκινούν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῶν
Ἁγίων Πάντων. Τὸ σχετικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ
Ἰωάννου προανακρούει τὴν ὕψωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, δηλαδὴ
τὸν σταυρικό του θάνατο, ὅπως εἶχε προαναγγείλει ὁ Μωυσῆς
ὑψώνοντας τὸν χάλκινο ὄφι στὴν ἔρημο. Καὶ ὅλο αὐτὸ ἔχει τὴν πηγή
του στὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν διστάζει νὰ θυσιάσει «τὸν
Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’
ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον».
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς ξεπερνάει τὰ ἀνθρώπινα ὅρια. Εἶναι
ἀσύλληπτο τὸ μέγεθός της, δὲν μπορεῖ νὰ ὑποταχθεῖ στὴν ἀντιληπτική
μας δυνατότητα.
Μόνο δυὸ πράγματα δὲν ἔχουν ποτὲ τὸ τέλος τους:
Τὸ γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ Δημιουργοῦ τὸ ἔλεος,
γράφει ἡ ρωσίδα ποιήτρια Ἄννα Ἀχμάτοβα. Ἕνας Θεὸς ποὺ ἐπιλέγει
νὰ γίνει ἄνθρωπος, ποὺ ὑποφέρει, ποὺ ἀδειάζει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ
μεγαλεῖο του γιὰ νὰ γίνει πλήρως προσιτὸς σ’ ἐμᾶς, εἶναι κάτι ποὺ
καμμιὰ θρησκεία, καμμιὰ φιλοσοφία δὲν τόλμησε ποτὲ νὰ ἐπινοήσει
καὶ νὰ παρουσιάσει.
Ὁ Θεὸς ἐπιλέγει μὲ μιὰ ἀπίστευτη ἀγαπητικὴ κίνηση νὰ ταυτισθεῖ
ἀπόλυτα μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὄχι μὲ ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν,
ἀλλὰ ποὺ τὸν μισοῦσαν. Ἀνθρώπους πνευματικὰ νεκροὺς ἀπὸ τὴν
ἁμαρτία, ποὺ δὲν τοὺς εἶχε ἀπομείνει τίποτε ἀπὸ τὴν ἀρχική τους
ὀμορφιά, ἀπὸ τὸ θεϊκὸ «ἀρχαῖον κάλλος» τους. Ποὺ ἦταν πτώματα
μόνο ἐλεεινά, ἀναδίνοντας τὴ φριχτὴ ἀποφορὰ τοῦ θανάτου.
Ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ἀπωλέσει τὸ προνόμιο τῆς θεϊκῆς υἱοθεσίας,
ποὺ ἦταν πλέον δοῦλοι καὶ μάλιστα δοῦλοι ἀχάριστοι. Εἴχαμε χάσει
πιὰ ἐμεῖς τὴ δύναμη νὰ ἐκτιμήσουμε τὴν κίνηση ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καὶ
θεωρήσαμε ἀδυναμία, ἀνοησία καὶ σκάνδαλο τὴ θεία του κένωση.
Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς «ἐπιλέγει νὰ γίνει εὔθραυστος, εὐάλωτος,
ἀνυπεράσπιστος καὶ ἄξιος περιφρόνησης στὰ μάτια ἐκείνων ποὺ
πιστεύουν μόνο στὴ δύναμη, στὴν ἰσχὺ καὶ στὴν προσωρινὰ ὁρατὴ
νίκη. Ἕναν τέτοιο Θεὸ ὁ πιστὸς καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος δὲν θὰ
μποροῦσε ποτὲ νὰ τὸν ἔχει ἐπινοήσει… Αὐτὴ εἶναι ἡ μωρία τοῦ
Σταυροῦ, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ ἡ μωρία δὲν
εἶναι μόνο δική μας, εἶναι καὶ μωρία τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν ὁρισμένοι
μυστικοὶ θεολόγοι ποὺ λένε, ὅτι ἡ Θεία Ἀγάπη εἶναι τρελή, διότι γιὰ
νὰ προσφέρεις ἀγάπη σὲ πλάσματα σὰν ἐμᾶς, ποὺ στέκουν συχνὰ
ἀνίκανα νὰ ἀνταποκριθοῦν, ποὺ ἴσως τὴν ἀπορρίψουν καὶ τὴν
ποδοπατήσουν, ὅπως ποδοπατοῦν οἱ χοῖροι τὸ πανάκριβο
μαργαριτάρι τῆς παραβολῆς, αὐτὸ εἶναι τρέλα» (Μητροπ. Σουρὸζ Ἄντονυ
Μπλούμ, Ὁ εὐάλωτος Θεός, ἐκδ. Ἐν πλῷ, σ. 14-16).
Ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος: «Ἔρχονται σὲ μένα καμμιὰ φορὰ καὶ
ἀγόρια καὶ κορίτσια. Τὰ καημένα τὰ παιδιὰ καὶ τί δὲν ἔχουν κάνει!
Ὅλες τὶς ἁμαρτίες τὶς σαρκικὲς τὶς ἔχουν κάνει. Μὰ ἐγὼ τὰ ἀγαπῶ»!
Μᾶς βοηθάει αὐτὸ νὰ καταλάβουμε λίγο τὴν ἀκατανόητη, τρελὴ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς;
Κατὰ τὸν ποιητή μας Ἰωάννη Πολέμη, ἀπὸ τὰ δάκρυα ποὺ
φτάνουν στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἕνα τοῦ εἶπε:
-Ἐμένα μ’ ἔβγαλε ἡ καρδιὰ γιὰ κάποιο ξένο πόνο!
Κι ὁ Πλάστης ἀποκρίθηκε: -Ἐσὺ μαζί μου μεῖνε!
Τῆς εὐσπλαχνίας τὰ δάκρυα, δικά μου δάκρυα εἶναι.
Ἀγάπης δάκρυα χύνει γιὰ μᾶς ἀδιάκοπα ὁ Θεός. Αὐτὰ εἶναι ἡ
μόνη, ἡ ἀσάλευτη ἐλπίδα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου