Κοντοστάθηκε στὰ Προπύλαια, ἔκοψε τὴ φόρα του, σάρωσε μὲ
τὴ ματιά του τὴν πλατεία. Κοίταξε τὸ ρολόι του, χαμογέλασε. Δὲν ἦταν
ἀκόμα ἡ ὥρα. Ἦρθε νωρίτερα, δέκα ὁλόκληρα λεπτά. Βιάστηκε. Μὰ
γινόταν κι ἀλλιῶς; Πέμπτο ραντεβοὺ σήμερα μὲ τὴν Ἀλίκη καὶ δὲν
πάταγε στὴ γῆ.
Τὴ γνώριζε ἀπὸ καιρό. Φοιτητὲς καὶ οἱ δυό, ἐκείνη ἀπὸ χωριό,
Ἀθηναῖος αὐτός. Μὰ δὲν εἶχε τολμήσει νὰ τὴν πλησιάσει ποτέ.
Ἀναδυόταν μέσα του φανταστική, μὲ τὴ γλυκειά της ὀμορφιά, τὸν
φινετσάτο τρόπο της, τὴν ἀεράτη κορμοστασιά. Δὲν τόλμαγε νὰ
συγκριθεῖ μαζί της. Δὲν ἦταν πάντα γιὰ τοὺς τρόπους του περήφανος,
κι ἂν κοίταζες καὶ λίγο παραμέσα, ἄστα καλύτερα!
Βλέποντας ὅμως τὴν Ἀλίκη ἔνιωθε τὴν ἀνάγκη νά ’ναι κι αὐτὸς
καλός. Ἡ παρουσία της, ἁπλή, καλοσυνάτη, γελαστή, τὸν σκλάβωνε καὶ
μιὰ γλυκειὰ ταραχὴ γέμιζε τὴν καρδιά του, ὅταν ἐκείνη πέρναγε κοντά
του.
Γιὰ πολὺν καιρὸ ὑπέφερε σιωπηλὰ μέσα του. Μὰ κάποτε πῆρε
τὴν ἀπόφαση νὰ κάμει τὸ μεγάλο ἅλμα καί, ξεπερνώντας τὸν ἑαυτό
του, τὴν πλησίασε. Κι ἐνῶ δὲν τὸ περίμενε, ἡ Ἀλίκη δὲν τὸν ἀπώθησε.
Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἀνέλπιστα τὸ φευγαλέο του ὄνειρο ἔγινε
πραγματικότητα.
- Εἶσαι ὑπέροχη, Ἄλις! παραμιλοῦσε καθὼς βάδιζε πλέοντας σὲ
πελάγη εὐτυχίας.
Ἔκανε ἀργὰ τὸν γύρο τῆς πλατείας. Στὴν εἴσοδο τοῦ μετρὸ
σταμάτησε. Ἦταν τὸ σημεῖο συνάντησης. Βάλθηκε νὰ χαζεύει τὴν
κίνηση, τὰ περιστέρια, τὸν κόσμο. Δυὸ μέρες πρὶν τὰ Χριστούγεννα κι ὁ
ἀέρας γέμιζε ἀπὸ ἕνα ἀτέλειωτο, φλύαρο, γιορτινὸ βουητό.
Αἰῶνες τοῦ φάνηκαν τὰ δέκα λεπτά. Δυὸ φορὲς κοίταξε τὸ ρολόι
του. Ἐπιτέλους ἕξη. Τώρα θὰ ’ρθεῖ. Μὰ ἡ Ἀλίκη δὲν φαινόταν ἀκόμα. Ἡ
κίνηση, …βλέπεις. Ἕξη καὶ πέντε, …καὶ τέταρτο, …καὶ μισή. Τὰ λεπτὰ
κυλοῦσαν μαρτυρικά, μὰ ἐκείνη πουθενά. Δὲν ἤξερε πιὰ τί νὰ ὑποθέσει.
Χριστουγεννιάτικες Ἱστορίες, ἀρ. 2
Στὴν ἀρχὴ ἁπλῶς ἀνυπομονοῦσε. Κατόπιν μιὰ ἔντονη ἀμηχανία τὸν
συνεπῆρε. Ἡ Ἀλίκη δὲν εἶχε ἀργήσει ἄλλη φορά. Ἡ σκέψη πὼς μπορεῖ
καὶ νὰ μὴν ἔλθει, τὸν ἔκανε νὰ παλαβώσει.
Ἔπιασε τὸ κινητό του νὰ τὴν πάρει. Μὲ ἐλαφρὸ τρέμουλο τὸ χέρι
του κινήθηκε ἁπαλὰ πάνω στὰ πλῆκτρα. Μιὰ ἀχνοπράσινη μαρμαρυγὴ
φώτισε στιγμιαῖα τὴν ὀθόνη κι ἀμέσως ἔσβησαν ὅλα. Ἡ μπαταρία τὸν
εἶχε προδώσει. Πῆγε νὰ βλαστημήσει, συγκρατήθηκε. Εἶχε ὑποσχεθεῖ
στὸν ἑαυτό του νὰ ξεχάσει τὸ παρελθόν.
Ἔψαξε γιὰ καρτοτηλέφωνο, λειτουργοῦσαν ὅλα στὸ φούλ.
Ἀναγκάστηκε νὰ περιμένει. Ὁ ἐκνευρισμός του ἀνέβηκε κατακόρυφα.
Ἐπιτέλους τὴν πῆρε. Τὸ τηλέφωνο χτύπησε ἐπανειλημμένα, μὰ
ἀπάντηση καμμιά. Ξαναπῆρε, ξαναχτύπησε, …τίποτα.
Κοπάνησε μὲ νεῦρο τὸ ἀκουστικὸ στὴ θέση του καὶ γύρισε ξανὰ
στὸ πόστο του. Ἂς περιμένει κι ἄλλο λίγο. Μιὰ ἀχνὴ ἐλπίδα, μήπως καὶ
φανεῖ, τρεμόπαιζε ἀκόμα μέσα του.
Ἀνέβασε τὸν γιακὰ καθὼς ὁ παγωμένος ἀέρας δυνάμωνε καὶ
στήθηκε στωικὰ στὸ πεζοδρόμιο. Περαστικοὶ φορτωμένοι
χριστουγεννιάτικα ψώνια περνοδιάβαιναν μπρός του. Τὰ τρόλεϊ
ἀναστέναζαν κυλώντας βαρυφορτωμένα στὴν ἄσφαλτο. Μὰ τίποτε δὲν
τὸν τραβοῦσε. Πάλευε μάταια νὰ βάλει σὲ τάξη τὶς σκέψεις του, ἐνῶ
ἀνάμικτα συναισθήματα φόρτιζαν ἐπικίνδυνα τὴν ψυχή του.
Γιατί δὲν ἐρχόταν; Τί μεσολάβησε; Ἄλλαξε κάτι στὴ σχέση τους;
Καθυστέρησε ἀπὸ τὴν κίνηση; Κάτι ἄλλο τὴ δυσκόλεψε; Γιατί δὲν τὸν
εἰδοποίησε νωρίτερα; Δὲν ξέρει πόσο τὴ θέλει κοντά του; Πόσο
ἀνυπομονεῖ νὰ τὴ δεῖ; Πῶς περιμένει τὸ κάθε ραντεβού τους;
Ἡ ἀλήθεια ἦταν πὼς γι’ αὐτὸ τὸ τελευταῖο τὴν πίεσε ὑπερβολικὰ
νὰ μείνει μιὰ μέρα παραπίσω, πρὶν φύγει γιὰ τοὺς δικούς της. Τό ’θελε
τόσο πολὺ νὰ περπατήσει μαζί της στοὺς στολισμένους δρόμους,
τέτοιες μέρες γιορτινές.
Κόντευε ὀκτώ. Κατάλαβε πὼς δὲν εἶχε νόημα νὰ περιμένει. Ἡ
ἀπογοήτευση ἄφησε τὴ θλιβερὴ μάσκα της στὸ πρόσωπό του.
Στημένος στὴ μέση ἑνὸς πλήθους ποὺ σκουντουφλοῦσε πάνω του,
ἔνοιωθε πραγματικὰ χαμένος. Ἕνας ὑπόγειος θυμός, ποὺ ὥρα τώρα
ἀργοσάλευε στὰ σωθικά του, ἀνέβηκε ὁρμητικὰ κυριαρχώντας σὲ κάθε
ἄλλο του συναίσθημα καὶ τὸν συνεπῆρε ὁλόκληρο.
- Πανάθεμά σε, Ἄλις! μουρμούρισε μὲς ἀπ’ τὰ σφιγμένα του
δόντια καὶ πῆρε τὸν κατήφορο στὴν Πανεπιστημίου. Ἂς μὲ σκεφτόσουν
καὶ λίγο περισσότερο!
Ἔστριψε δεξιὰ στὴ Μπενάκη, πῆρε τὰ στενά, περιπλανήθηκε
χωρὶς σκοπό. Σχεδὸν μηχανικὰ τὰ βήματά του τὸν ἔφεραν στὸ παλιὸ
γνωστό του στέκι. Πῆγε νὰ μπεῖ, μετάνοιωσε. Ἐδῶ τὸν ἤξεραν ὅλοι, δὲν
εἶχε ὄρεξη γιὰ κουβέντες. Τράβηξε μακρύτερα, χώθηκε τελικὰ σ’ ἕνα
γωνιακὸ κεντράκι ἥσυχο.
Βυθισμένος στὰ σύννεφα τοῦ καπνοῦ καὶ στοὺς ἀτμοὺς τοῦ
οἰνοπνεύματος, προσπάθησε γιὰ ὧρες νὰ πνίξει τὸν θυμὸ καὶ τὴν
πίκρα του. Κόντευε νὰ ξημερώσει, ὅταν παραπατώντας στὰ στενὰ
κατάφερε νὰ φτάσει σπίτι του. Ἔπεσε μὲ τὰ ροῦχα στὸ κρεβάτι κι ἕνας
βαθὺς λήθαργος τὸν τύλιξε ἀκαριαῖα.
Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, παραμονὴ Χριστούγεννα, ξύπνησε. Ἡ μάνα
του ἔτρεχε καὶ δὲν ἔφτανε, τ’ ἀδέλφια του μὲ τὸν μπαμπὰ ἦταν ἔξω γιὰ
τὰ τελευταῖα ψώνια.
Ἔβαλε στὴν πρίζα τὸ κινητό. Δὲν ἄργησε νὰ χτυπήσει. Πρὶν
ἀκόμη κοιτάξει τὴν ὀθόνη του, ἤξερε πὼς ἦταν ἐκείνη. Μπά! Τὸν
θυμήθηκε! Καιρὸς ἦταν! Μὰ ὄχι! Δὲν θά ’πεφτε τόσο εὔκολα. Τὸ πεῖσμα
του ξαναφούντωσε. Οἱ ἀμυντικοὶ μηχανισμοί του ἐνεργοποιήθηκαν.
- Τώρα θὰ δεῖς, Ἄλις, τί θὰ πεῖ πόλεμος χαρακωμάτων!
Ἄφησε τὸ κινητὸ νὰ χτυπάει, χωρὶς νὰ τὸ ἀνοίξει.
Σὲ λίγο ἡ Ἀλίκη ξαναπῆρε. Τὸ ἄνοιξε. Ἡ φωνή της ἀκούστηκε
μακρινή, κουρασμένη, ἀλλὰ ζεστὴ ὅπως πάντα.
- Ντίνο, ἄρχισε νὰ λέει, θέλω νὰ σοῦ ἐξηγήσω. Ἡ ἀδελφή μου
χρειάστηκε…
- Ὁ κόσμος ἐνημερώνει ἐγκαίρως ὅταν δὲν μπορεῖ, τὴν ἔκοψε
ψυχρὰ κλείνοντας ἀπότομα τὸ κινητό.
Ἀπόρησε κι ὁ ἴδιος μὲ τὴ σκληράδα του. Ἤξερε πὼς αὐτὸ ἦταν
λιγάκι ἄδικο γιὰ ἐκείνη. Τὸ κινητό του ἦταν νεκρὸ πάνω ἀπὸ ἕνα
μερόνυχτο. Στὸ σταθερό τους ἡ Ἀλίκη δὲν μποροῦσε ἀκόμα νὰ τὸν
παίρνει. Μὰ ἦταν νωρὶς ἀκόμα νὰ ὑποχωρήσει. Ὁ ἐγωισμός του
κράταγε καλά.
Νύχτα, πρὶν τὰ χαράματα, ὅλη ἡ οἰκογένεια ἦταν στὸ πόδι γιὰ τὴ
χριστουγεννιάτικη λειτουργία. Ἀκολούθησε κι αὐτὸς ἀναγκαστικά,
βαρύθυμος. Παρ’ ὅλα αὐτὰ στὴν ἐκκλησία ἡ ὄμορφη ψαλμωδία καὶ ἡ
μυσταγωγικὴ ἀτμόσφαιρα τὸν ἐπηρέασαν θετικά, σχεδὸν τοῦ ἄρεσαν.
Στὴν ἀπόλυση ὁ παπὰς κοντοστάθηκε νὰ πεῖ δυὸ λόγια, πρὶν τὸ
«Δι’ εὐχῶν».
- Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπόψε…,
- Τί τὰ θέλεις τώρα αὐτά, παπούλη μου; ἀντέδρασε μέσα του
ἐνοχλημένος. Τέλειωνε νὰ φεύγουμε!
- …γιὰ νὰ φέρει στὸν κόσμο τὴν ἀγάπη, συνέχιζε ὁ παπάς. Μὰ
δὲν τὴν ἔφερε ἀγγίζοντας τὴ γῆ μὲ μαγικὸ ραβδί. Μᾶς δίδαξε μὲ τὴ ζωή
του ἔμπρακτα πῶς νὰ τὴ βρίσκουμε. Θυσιάστηκε Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ
ζήσουμε ἐμεῖς. Ἀγάπη θὰ πεῖ νὰ σκέφτεσαι τὸν ἄλλον, ὄχι τὸν ἑαυτό
σου, καὶ νὰ πεθαίνεις γιὰ ’κεῖνον. Ἀλλιῶς, ἀγαπᾶς μονάχα τὸν ἑαυτό
σου καὶ ἀγάπη λὲς τὸν τερατώδη ἐγωισμό σου.
- Ὤχ, ἐδῶ εἴμαστε! σκέφτηκε ὁ Ντίνος ἄθελά του.
- … καὶ φαίνεται ἡ ἀγάπη σου, ὅταν δὲν γίνονται ἐκεῖνα ποὺ σοῦ
ἀρέσουν…, συνέχιζε ὁ παπάς.
Ἄρχισε νὰ καταλαβαίνει. Οἱ χτύποι τῆς καρδιᾶς του ἀνέβηκαν.
Φοβήθηκε πὼς ἡ ἔντασή του θὰ γινόταν φανερὴ γύρω του. Ναί, αὐτὸ
ἦταν! Μόνο τὸν ἑαυτό του ἀγαποῦσε. Γιὰ τὴν καημένη τὴν Ἀλίκη δὲν
σκέφτηκε καθόλου. Μόνο τὸ τί ἔχασε αὐτός. Σὲ ’κείνην ἄραγε τί νὰ
συνέβη;
Πῶς ἔπεσε τόσο χαμηλά; Σιχάθηκε τὸν ἑαυτό του. Τὸ πεῖσμα του
σωριάστηκε σὲ ἐρείπια. Τοῦ φάνηκε πὼς ἄνοιξαν μέσα του τὰ οὐράνια,
ὅπως τότε, τὴ νύχτα τῆς Βηθλεέμ. Ἄρχισε νὰ μπαίνει στὸ νόημα τῆς
ἀγάπης. Ἕνα ἀλλιώτικο κύμα τὸν συνεπῆρε. Ἀνάμικτα καὶ πάλι
συναισθήματα πλημμύρισαν τὴν καρδιά του. Λύπη, μεταμέλεια, χαρά,
ἐνθουσιασμός, ἀγάπη.
- Ὢ, Ἄλις! Συγχώρεσέ με!
Τοῦ φάνηκε πὼς γύρω του ἀλλάξαν ὅλα. Τά ’βλεπε τώρα νὰ
κολυμποῦν στὴν ὀμορφιά. Κατάλαβε ὅτι τὸ πέμπτο ραντεβού του
χάθηκε, γιὰ νὰ μπορέσει αὐτὸς νὰ βρεῖ τὸ νόημα τῆς ἀγάπης.
Ξεκίνησαν ὅλοι γιὰ τὸ σπίτι. Ριγοῦσε ἀπὸ ἀνυπομονησία.
Σκεφτόταν πῶς νὰ ἐπικοινωνήσει μαζί της, μιὰ καὶ τὸ φτωχὸ κορίτσι
δὲν εἶχε ἀκόμα τὴν πολυτέλεια τοῦ κινητοῦ (o tempora! o mores! - ἄντε
νὰ ζήσεις τώρα σ’ ἐκείνους τοὺς καιρούς!). Μὰ δὲν ἄργησε νὰ
κελαηδήσει τὸ δικό του. Τὸν καλοῦσε ἐκείνη (μὲ χίλιες προφυλάξεις,
εἶναι ἀλήθεια!) ἀπὸ τὸ σταθερό. Ἡ φωνή της γλυκειά, ζεστή, ὅπως
πάντα…
- Χρόνια πολλά, Ντίνο!…
- Ἄλις, εἶσαι ὑπέροχη!
ξέσπασε μέσα του μὲ παφλασμὸ χαρᾶς, … μὰ στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς
γραμμῆς μόλις κι ἀκούστηκε τρεμουλιαστὴ ἀπ’ τὴ συγκίνηση ἡ φωνή
του:
- Χρόνια πολλά, Ἄλις!…

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου