π. Δημητρίου Μπόκου
«Ούσης οψίας τη ημέρα εκείνη τη μιά των σαββάτων…»
(Ιω. 20, 19)
Με την αναστάσιμη διθυραμβική απόλυση «Χριστός ανέστη εκ
νεκρών…» ο Εσπερινός της Αγάπης έφτασε στο τέλος του. Ο
χαρμόσυνος απόηχός του έσμιξε με τα σποραδικά κελαδήματα, που
διακόπτοντας την απαλή σιγαλιά της πρώτης εκείνης λαμπροφόρου
ημέρας, αποχαιρετούσαν τις τελευταίες αχτίνες του ήλιου που έγερνε.
Το γαλήνιο δειλινό της αθωνίτικης γης αγκάλιαζε με θεϊκή ομορφιά την
αναστημένη ανοιξιάτικη φύση. Με ευφρόσυνη λάμψη στα πρόσωπα και
υπερκόσμια γλυκύτητα στις καρδιές τους οι μοναχοί αποσύρονταν απ’
το καθολικό της μονής στα κελιά τους.
Δυο φιγούρες λοξοδρόμησαν από τη χαλαρή ομήγυρη, έσυραν
αργά τα βήματά τους μέχρι τον φυσικό μεγαλειώδη εξώστη που
σχημάτιζαν τα ψηλά βράχια πάνω από τη θάλασσα. Ακούμπησαν στα
προστατευτικά κάγκελα ατενίζοντας το απέραντο γαλάζιο του ουρανού
και του νερού, που πήρε να σκουραίνει ανεπαίσθητα στο σβήσιμο του
πασχαλιάτικου δειλινού.
- Γέροντα…, μίλησε ο νεότερος.
- Τί είναι, Σωφρόνιε; είπε ο ασπρομάλλης γέροντας σκυμμένος
πάνω απ’ την απότομη προεξοχή.
- Να, σκέφτομαι, γέροντα, την πρώτη εκείνη βραδιά. Όταν για
πρώτη φορά, «ούσης οψίας τη ημέρα εκείνη», ο Χριστός εμφανίστηκε
αναστημένος στο υπερώο της Ιερουσαλήμ. Τί μέρα στ’ αλήθεια κι
εκείνη! Τί μοναδική στιγμή! Πόση χαρά πήραν οι μαθητές του! Τί
πρωτόγνωρα, ανεπανάληπτα αισθήματα ένιωσαν! Πόση ανακούφιση
και ειρήνη χύθηκε στις μέχρι τότε σπαραγμένες καρδιές τους!
- Έχεις δίκιο, παιδί μου, έτσι είναι. Δεν μπορούμε να φανταστούμε
το μεγαλείο μιας τέτοιας στιγμής. Το πόσο ανέλπιστα οι μαθητές
βρέθηκαν από τη μια κατάσταση στην άλλη! Ακριβώς, όπως τους το
είχε υποσχεθεί λίγο νωρίτερα ο Χριστός: «Πάλιν όψομαι υμάς και
χαρήσεται υμών η καρδία». Πιστός στην υπόσχεσή του, δεν τους
άφησε για πολύ στην αφόρητη θλίψη. Η λύπη τους μεταστράφηκε σε
χαρά. Και τέτοια χαρά, που κανένας στο εξής δεν θα μπορούσε να τους
την αφαιρέσει.
- Πόσο τυχεροί όσοι αξιώθηκαν να ζήσουν μια τέτοια εμπειρία! Να
βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο, «ενώπιος ενωπίω», με τον
αναστημένο Χριστό!
- Είναι αξιοζήλευτοι πράγματι! Ποιος δεν θα λαχταρούσε κάτι
τέτοιο! Να ’ναι παρών, όταν αυτοπροσώπως ο ίδιος ο Χριστός
επισκεπτόταν τους μαθητές του! Τί συναντήσεις αξέχαστες θα ’ταν
αυτές!
- Μακάρι να ζούσαμε στα χρόνια εκείνα, γέροντα!
- Μακάρι, παιδί μου, ναι! Μα και πάλι δεν είναι αυτό το
σπουδαιότερο. Και ο Θεός δεν αδικεί κανέναν, ξέρεις. Ξεχνάς τί είπε
στον Θωμά, που ήθελε, σώνει και καλά, να τον ιδεί για να πιστέψει;
- «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Γίνεται να μην το
θυμάμαι, γέροντα; Μα, πώς να το κάνουμε; Μπορείς να μη ζηλεύεις μια
τέτοια ευκαιρία;
- Μιλάς με το συναίσθημα, παιδί μου, τώρα. Μα η αλήθεια είναι
όπως σου είπα. Ο Χριστός δεν κάνει αδικίες ποτέ. Φανερώθηκε με
τέτοιο τρόπο πολλές φορές και σ’ όλες τις εποχές. Πολλοί τον
συνάντησαν πραγματικά, χωρίς να τον δουν με τα σωματικά τους
μάτια.
- Δεν αμφιβάλλω, γέροντα…
- Και όλοι αυτοί δεν ένιωσαν στις καρδιές τους τίποτε λιγότερο
από την αναστάσιμη χαρά και την ειρήνη, που τότε έδωσε στους
μαθητές του.
- Εσύ, γέροντα, θα έχεις ζήσει κάτι τέτοιο σίγουρα, δεν είναι έτσι;
Ο γέροντας δεν βιάστηκε να απαντήσει. Σαν κάτι να σκεφτόταν.
- Θα προτιμούσα να σου πω για κάποιον που γνώρισα στη νεαρή
μου ηλικία, πριν ακόμα γίνω εδώ στο Άγιον Όρος μοναχός, είπε τελικά.
- Με μεγάλη μου χαρά θα το ακούσω, γέροντα.
Ο γέροντας Σιλουανός, μεγαλόσωμος, επιβλητικός, λευκοπόλιος,
έγειρε λίγο, ψαχούλεψε με το χέρι του την πέτρινη προεξοχή του
βράχου και κάθισε. Βύθισε ξανά το βλέμμα του στην απεραντοσύνη της
θάλασσας. Ανακάλεσε στη γερασμένη του μνήμη εικόνες απ’ το βαθύ
παρελθόν. Βάλθηκε αργά-αργά να τις μεταφράζει με τη βαθειά φωνή
του σε λόγο γλαφυρό.
- Ήταν τότε που υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία στην Αγία
Πετρούπολη, σε τάγμα σκαπανέων που ανήκε στην αυτοκρατορική
φρουρά. Απ’ τη νεανική μου εκείνη ηλικία σκεφτόμουνα ήδη τον Άθωνα
και τη μοναστική ζωή. Η σκέψη αυτή με έκανε προσεκτικό,
συγκρατημένο στη συμπεριφορά μου. Ήμουν ήσυχος και καλός με τους
συναδέλφους μου, με αποτέλεσμα να με αγαπούν όλοι και να με
θεωρούν ευχάριστο και πιστό φίλο τους. Στην υπηρεσία μου ήμουν
πάντα πρόθυμος και με εκτιμούσαν πολύ. Μέσα μου όμως δεν έπαυα
να σκέφτομαι τον Θεό και να μετανοώ για τις αμαρτίες μου αδιάκοπα.
Για τον λόγο αυτό οι φίλοι μου δεν παρέλειπαν, καλοπροαίρετα βέβαια,
να με πειράζουν συχνά.
Έτσι κάποτε, παραμονή μιας γιορτής, έχοντας άδεια εξόδου από
το στρατόπεδο, με τρεις φίλους μου από το ίδιο τάγμα πήγαμε για
διασκέδαση στην πόλη. Η Αγία Πετρούπολη, πρωτεύουσα τότε της
Ρωσίας, ήταν μια τεράστια, πανέμορφη μεγαλούπολη. Μπήκαμε σε μια
μεγάλη ταβέρνα με πολλά φώτα και δυνατή μουσική. Παραγγείλαμε
φαγητό και βότκα και η παρέα δεν άργησε να έρθει στο κέφι. Εγώ όμως
δεν συμμετείχα και πολύ. Βλέποντάς με σχεδόν σιωπηλό, με ρωτάει
ένας από τους συντρόφους μου:
- Τί σκέφτεσαι, Συμεών; (Ήταν το παλιό μου όνομα, το κοσμικό).
Τί συμβαίνει και είσαι διαρκώς αμίλητος;
- Ε, να! απάντησα εγώ. Σκέφτομαι, ότι εμείς τρώμε καλά και
πίνουμε βότκα σ’ αυτή την υπέροχη ταβέρνα, ακούμε μουσική και
γλεντάμε με την καρδιά μας. Όμως αυτή την ώρα στο Άγιον Όρος
γίνεται αγρυπνία και οι μοναχοί προσεύχονται όλη τη νύχτα. Ποιος
λοιπόν από όλους μας θα έχει καλύτερη θέση στην κρίση της Δευτέρας
Παρουσίας; Εμείς ή αυτοί;
Η παρέα μου, άλλο που δεν ήθελε, έσκασε στα γέλια.
- Τί άνθρωπος είναι αυτός ο Συμεών! είπε ένας τους. Εμείς
διασκεδάζουμε ακούοντας την ωραία μουσική μας, κι αυτουνού ο νους
είναι στο Άγιον Όρος και στην κρίση.
Παρόλα αυτά με αγαπούσαν και αποζητούσαν πάντα την παρέα
μου. Όσο για μένα, η διάθεση αυτή δεν με εγκατέλειπε σχεδόν ποτέ, σε
όλη τη διάρκεια της στρατιωτικής μου υπηρεσίας. Η σκέψη του Άθωνα
με παρακινούσε να στέλνω εκεί πολλές φορές και χρήματα για τις
ανάγκες των μοναχών. Ένα καλοκαίρι λοιπόν, καθώς το τάγμα μου
μετακινήθηκε και στρατοπέδευσε κάπου για θερινή διαβίωση και
εκπαίδευση, πήρα την άδεια να πεταχτώ στο κοντινότερο χωριό για να
στείλω λίγα χρήματα στο Άγιον Όρος.
Ενώ πλησίαζα στα πρώτα σπίτια, βλέπω να πετάγεται ξαφνικά
ένα τεράστιο σκυλί και να τρέχει καταπάνω μου. Έπασχε από λύσσα.
Όταν έφτασε κοντά μου και ήταν έτοιμο να με δαγκώσει, γεμάτος φόβο
είπα μονάχα: «Κύριε, ελέησον»! Μόλις πρόφερα τη μικρή αυτή
προσευχή, αμέσως μια δύναμη απώθησε μακριά τον σκύλο. Λες και
χτύπησε πάνω σε κάποιο αόρατο εμπόδιο. Γύρισε αμέσως και έτρεξε
προς το χωριό, όπου έκανε μεγάλη ζημιά σε ανθρώπους και ζώα. Το
γεγονός αυτό μου έκανε βαθειά εντύπωση. Κατάλαβα πόσο κοντά μας
είναι ο Θεός και πόσο πρόθυμος να μας βοηθήσει. Μέσα μου έγινε πιο
έντονη η μνήμη του Θεού.
Ζώντας με τον τρόπο αυτό και χωρίς εγώ να το αντιλαμβάνομαι
άμεσα, η όλη μου συμπεριφορά επιδρούσε πάνω στους άλλους
στρατιώτες με τρόπο θετικό και καλό. Είναι το γεγονός για το οποίο
κυρίως θέλω να σου μιλήσω.
Ήταν τον καιρό που κάποια σειρά απολυόταν. Χαρούμενοι οι
στρατιώτες μάζευαν τα πράγματά τους κι ετοιμαζόντουσαν να γυρίσει ο
καθένας στον τόπο του. Και ενώ συνέβαινε αυτό και έφευγαν όλοι για
τα σπίτια τους γεμάτοι χαρά, ένας στρατιώτης φερόταν παράξενα. Δεν
έδειχνε καμιά χαρά που τέλειωνε η θητεία του. Καθόταν μέσα στον
θάλαμο του λόχου του πάνω στο κρεβάτι του με το κεφάλι σκυμμένο.
- Γιατί κάθεσαι λυπημένος; τον ρώτησα. Δεν χαίρεσαι που
τελείωσες τον στρατό και θα πας τώρα πάλι στο σπίτι σου;
- Δυστυχώς δεν χαίρομαι! απάντησε ο στρατιώτης. Έλαβα
γράμμα από τους δικούς μου με πολύ άσχημα νέα. Μου γράφουν ότι η
γυναίκα μου στον καιρό της απουσίας μου γέννησε παιδί.
Η θλίψη του ήταν τόση, που δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Κατάλαβα
το δράμα του δυστυχισμένου στρατιώτη. Στον μακρό χρόνο της θητείας
του η γυναίκα του είχε μπλέξει με άλλον, ξέφυγε. Κούνησε το κεφάλι
του με μια έκφραση, όπου ήταν ανακατεμένα στενοχώρια, θυμός,
θιγμένος εγωισμός.
- Δεν ξέρω πλέον τί να κάνω μαζί της! Με τί τρόπο να την
αντιμετωπίσω; Φοβάμαι πολύ. Δεν έχω καμιά διάθεση να πάω πια στο
σπίτι μου.
Εγώ ξαφνιάστηκα πολύ. Προσπάθησα να συνέλθω λίγο και του
μίλησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα.
- Όμως και συ, όλον αυτό τον καιρό που υπηρετείς, δεν πήγες
κάποιες φορές στα συνήθη κέντρα;
Εννοούσα τους οίκους χαλαρών ηθών, καταλαβαίνεις… Η
στρατιωτική θητεία ήταν μακρά (δυο χρόνια και περισσότερο κάποιες
φορές) και οι στρατιώτες σύχναζαν δυστυχώς τακτικά σε τέτοιους
οίκους.
- Ε, ναι, έχεις δίκιο, μου απάντησε, σαν να το θυμόταν μόλις τότε.
Κάποτε κι εγώ…
- Να λοιπόν, που και συ δεν μπόρεσες να αντέξεις! του λέω. Γιατί
λοιπόν νομίζεις ότι γι’ αυτήν θα ήταν εύκολο; Και συ βέβαια είσαι
άντρας, δεν κινδυνεύεις από τις συνέπειες, είσαι στην ασφάλεια. Εκείνη
όμως είναι γυναίκα, από την πρώτη στιγμή μπορεί να το πάθει. Σκέψου
λοιπόν πού πήγαινες κι εσύ και τί έκανες. Και είσαι περισσότερο
ένοχος εσύ απέναντί της, παρά εκείνη απέναντί σου… Συγχώρησέ
την… Πήγαινε στο σπίτι σου, πάρε το παιδάκι σαν δικό σου και θα
δεις ότι όλα θα πάνε καλά.
Να πάρει το ξένο παιδί σαν δικό του! Με κοίταξε, λες και τον
χτύπησε κεραυνός. Πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο; Του φάνηκε
αδύνατο. Και όμως, πράγμα παράξενο, ο αρχικός του λογισμός δεν
κράτησε πολύ. Υποχώρησε γρήγορα. Ήταν καλοπροαίρετος
άνθρωπος, φαίνεται, και κατά κάποιο τρόπο θαυμαστό και μυστικό, η
χάρη του Θεού με τα λόγια μου επέδρασε μέσα του. Η ψυχή του το
αποδέχτηκε και άρχισε να ηρεμεί. Η βαρειά στενοχώρια που τον
πλάκωνε σαν μαύρο σύννεφο, σηκώθηκε σιγά-σιγά και εξατμίστηκε.
Σαν να φώτισε ένας ήλιος λαμπερός το σκοτάδι που ήταν απλωμένο
μέσα του.
Με την καρδιά του αλαφρωμένη μάζεψε τα πράγματά του και
έφυγε για το χωριό του. Στην οικογένειά του η κατάσταση ήταν ήδη
πολύ δύσκολη. Καθόντουσαν όλοι σε αναμμένα κάρβουνα. Κανένας
δεν ήξερε τί θα ακολουθούσε. Κανένας δεν μπορούσε να προδικάσει
την αντίδρασή του. Όταν πλησίασε στο σπίτι του, οι γονείς του βγήκαν
πρώτοι να τον υποδεχτούν με μισή καρδιά. Τα σκυθρωπά τους
πρόσωπα μαρτυρούσαν την εσωτερική τους καταπόνηση, την
καταθλιπτική στενοχώρια που τους βάραινε. Παραπίσω, στην πόρτα
του σπιτιού, είχε σταθεί η γυναίκα του. Κρατούσε το μωρό στην
αγκαλιά της. Έτρεμε ολόκληρη. Περιμένοντας την καταιγίδα να
ξεσπάσει, η καρδιά της σπαρταρούσε από φόβο, θλίψη, αγωνία και
δειλία. Προέβλεπε το μέλλον της ζοφερό.
Μα για μεγάλη τους κατάπληξη, ο στρατιώτης αγκάλιασε με χαρά
τους γονείς του και τους φίλησε. Κατόπιν έτρεξε χαρούμενος στη
γυναίκα του. Την αγκάλιασε τρυφερά και τη φίλησε κι αυτήν. Πήρε το
βρέφος από την αγκαλιά της, το σήκωσε στα χέρια του ψηλά και το
φίλησε κι αυτό. Έμειναν όλοι σύξυλοι. Τον κοίταζαν παραξενεμένοι
βαθιά. Ποτέ και με τίποτε δεν θα μπορούσαν να φανταστούν τέτοια
εξέλιξη. Ένα παρήγορο φως εισόρμησε στις σκοτεινιασμένες τους
ψυχές. Μια πρωτόγνωρη συγκίνηση τους έπνιξε κι άφησαν τα μάτια
τους να τρέξουν ελεύθερα. Μπήκαν στο σπίτι πλημμυρισμένοι όλοι από
χαρά. Μια καινούργια μέρα, λαμπερή, ανέφελη, χαρούμενη, ανέτειλε
στη θλιβερή τους ζωή. Το σπίτι τους έλαμψε σαν να ’ταν Λαμπρή.
Μα ο καλός σου στρατιώτης δεν σταμάτησε ως εκεί. Αφού
ξεκουράστηκε στη γαληνεμένη πια ατμόσφαιρα του σπιτιού του, τις
επόμενες μέρες άρχισε να γυρίζει στο χωριό, για να χαιρετήσει
συγγενείς και γνωστούς, τους συγχωριανούς του όλους. Μαζί του είχε
παντού τη γυναίκα του. Ο ίδιος κρατούσε στα χέρια του το βρέφος σαν
δικό του παιδί. Όλοι οι χωριανοί γιόρτασαν τον ερχομό του. Όλων οι
ψυχές αναπαύτηκαν. Όλο το χωριό χάρηκε πραγματικά. Δεν περίμεναν
τέτοια θαυμαστή εξέλιξη.
Πέρασαν μήνες, εγώ είχα ξεχάσει πια την κουβέντα μου με τον
στρατιώτη εκείνο. Δεν ήξερα καν τί απέγινε, ποια ήταν η συνέχεια στο
πρόβλημά του. Μα δεν με ξέχασε εκείνος. Μετά από αρκετό καιρό
έλαβα ένα γράμμα του, γεμάτο πολλές ευχαριστίες για τη καλή και
σοφή συμβουλή μου, όπως έλεγε. Μου έγραφε ότι την ακολούθησε
κατά γράμμα και βγήκε πολλαπλά κερδισμένος. Συγχώρησε το σφάλμα
της γυναίκας του και όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Δεν φανταζόταν από πριν
τη χαρά και την ειρήνη που θα πλημμύριζαν τη ζωή του. Έγινε άλλος
άνθρωπος. Έζησε στο εξής ειρηνικά και αγαπημένα με τη γυναίκα του.
Το σπιτικό τους ήταν πάντα μια φωτεινή, ζεστή αγκαλιά.
Ο γέροντας Σιλουανός σταμάτησε να μιλάει. Έμεινε για λίγο
βυθισμένος στις μακρινές αναμνήσεις. Γοητευμένος ο νεαρός
υποτακτικός τον άκουγε ευλαβικά. Δεν τολμούσε να διακόψει τη σιωπή
του. Μα τελικά δεν κρατήθηκε.
- Αυτό και αν ήταν θαύμα πραγματικό, γέροντα!
- Είναι το μεγαλύτερο θαύμα, παιδί μου! Πολλοί νομίζουν πως το
σπουδαιότερο είναι να αναστήσεις νεκρούς, να βγάλεις δαιμόνια, να
θεραπεύσεις αρρώστους. Μα είναι πολύ πιο σημαντικό θαύμα και
ανώτερο από όλα αυτά, το να νικήσεις μέσα σου το κακό και να
μεταμορφώσεις την καρδιά σου. Να αναστηθείς.
Ο άνθρωπος αυτός, παιδί μου Σωφρόνιε, δεν ζούσε στα χρόνια
του Χριστού. Δεν είδε με τα σωματικά του μάτια ποτέ τον Χριστό επί
της γης. Δεν αξιώθηκε το βράδυ της πρώτης εκείνης αναστάσιμης
μέρας, «ούσης οψίας», να τον αντικρύσει αναστημένο όπως οι
απόστολοι. Δεν τον άκουσε να του απευθύνει προσωπικά τον
παρήγορο χαιρετισμό «ειρήνη υμίν». Δεν είχε την καλή τύχη του Θωμά
να τον δει με τα μάτια του, να τον ακούσει με τα αυτιά του, να τον
ψηλαφήσει με τα χέρια του, να τον πιστοποιήσει με όλες του τις
αισθήσεις. Δεν έζησε την έκρηξη της χαράς της στιγμής εκείνης που
ένιωσαν οι μαθητές, «ιδόντες τον Κύριον». Όμως, σε τί τον έβλαψε
αυτό; Δεν πλημμύρισε και η δική του ζωή από την αναστάσιμη χαρά και
ειρήνη που ο Κύριός μας χάρισε το βράδυ εκείνο σε όσους τον είδαν
αναστημένο;
- Φαντάζομαι πως ναι, γέροντά μου!
- Ακριβώς, έτσι είναι, παιδί μου! Ποιος δεν θα ΄θελε, σαν
άνθρωπος, να είναι παρών, όταν το βράδυ εκείνης της ημέρας ο
Χριστός εμφανίστηκε φωτεινός, υπέρλαμπρος, ολοζώντανος στους
μαθητές του; Όμως να, που ο Χριστός δίνει απλόχερα τη χαρά και την
ειρήνη του και τώρα και πάντοτε σε όποιον την αξίζει. Το νομίζεις όμως
εύκολο αυτό που έκαμε ο θαυμάσιος εκείνος άνθρωπος;
- Όχι βέβαια!
- Έκανε κάτι που είναι πράγματι αφάνταστα δύσκολο για τον
καθένα μας. Ο Θεός τον φώτισε και είδε σωστά τον εαυτό του. Έπεσαν
τα λέπια από τα μάτια της ψυχής του και έφτασαν να βλέπουν καθαρά
και βαθιά. Στράφηκε λίγο προς τα μέσα, πρόσεξε τα δικά του λάθη
περισσότερο. Έκανε την αυτοκριτική του. Τόλμησε την αυτομεμψία,
θεώρησε πιο ένοχο τον εαυτό του, πράγμα που δεν είναι πρόθυμος
κανένας μας να κάνει. Ταπεινώθηκε, είδε τη γυναίκα του καλύτερή του,
έβαλε τον εαυτό του κάτω απ’ αυτήν. Έκρινε τα δικά του σφάλματα
βαρύτερα, τα δικά της ελαφρότερα πολύ. «Κάρφος» τα δικά της, ένα
σαριδάκι ασήμαντο. Δοκάρι ολόκληρο τα δικά του. Αυτή ήταν η
σωτήρια μυστική διαδρομή της ψυχής του.
- Για να φτάσω εγώ σε κάτι τέτοιο, γέροντα, δεν μου είναι απλώς
δύσκολο, μα και αδιανόητο ακόμα!
- Ακριβώς, παιδί μου! Φαντάζεσαι πόση ταπείνωση, καλοσύνη,
απλότητα και διάκριση χρειάστηκε, για να νιώσει σε τέτοιο βαθμό τη
δική του αθλιότητα και να συγχωρήσει ειλικρινά και βαθιά τη σύντροφό
του; Γι’ αυτό η αγάπη του γι’ αυτήν έγινε ακλόνητη. Πώς να μην τον
αγαπήσει κι εκείνη παράφορα με μια στέρεη, αταλάντευτη αγάπη, μ’
ένα βαθύ σεβασμό; Και πώς να μην επισκεφτεί ο Χριστός μια τέτοια
ψυχή; Πώς να μην της χαρίσει την αναφαίρετη ειρήνη και χαρά, που
έδωσε στους μαθητές του τη βραδιά της πρώτης εκείνης αναστάσιμης
μέρας;
Ο άνθρωπος αυτός ήταν όντως μακάριος. Αξιώθηκε να δει
πραγματικά τον Χριστό που αναστήθηκε και να τον κρατήσει μέσα
του ζωντανό για μια ολόκληρη ζωή. Ήταν ένας αναστημένος
άνθρωπος…
Γέροντας και υποτακτικός σώπασαν ξανά, βυθίζοντας το νοητό
βλέμμα τους σε αδολεσχία φιλόθεη. Η ώρα όμως μάζεψε, καιρός να
πάνε και στα κελιά τους. Στο λυκόφως του Άθωνα οι δυο φιγούρες
κινήθηκαν αργά. Το σούρουπο άπλωνε κιόλας μουντό παραπέτασμα
σε θάλασσα και ουρανό.
Μα αβασίλευτη φώτιζε μέσα τους «της ημέρας εκείνης, της μιάς
των σαββάτων», η ανέσπερη ανταύγεια… Άσβηστη έφεγγε στις
μακάριες ψυχές τους.
ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Πέμπτη 20 Απριλίου 2023
"ΟΥΣΗΣ ΟΨΙΑΣ" ΠΑΣΧΑΛΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, π. Δημητρίου Μπόκου
▣ Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook:
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου