«Ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, δὲν θὰ
πεισθοῦν, ἀκόμα καὶ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἀναστηθεῖ». Μὲ τὰ
λόγια αὐτὰ τοῦ Ἀβραὰμ κλείνει ὁ Χριστὸς τὴν πολυσήμαντη
παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ (Λαζάρου), ἀπορρίπτοντας
τὸ αἴτημα-πρόκληση τοῦ πλουσίου νὰ ἀναστήσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ
ξαναστείλει στὸν κόσμο τὸν Λάζαρο, ὥστε νὰ ἀποτελέσει
ἀναντίρρητη καὶ ἀξιόπιστη μαρτυρία γιὰ τὴ μέλλουσα ζωὴ (Κυριακὴ
Ε΄ Λουκᾶ).
Μεγάλη δυσκολία πράγματι ὑπάρχει στὸ νὰ γίνουν ἀποδεκτὰ τὰ
πράγματα ποὺ δὲν ἐμπίπτουν ἄμεσα στὶς αἰσθήσεις, ἢ δὲν
συλλαμβάνονται ἀπὸ τὴ λογική. Ἔτσι καὶ τὰ πολύκροτα θέματα τοῦ
ἐπέκεινα κόσμου, τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, τῆς μεταθανάτιας ζωῆς, δὲν
βρίσκουν εὐήκοα τὰ ὦτα τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμα καὶ ὅταν ὑπάρχουν
ὀφθαλμοφανεῖς μαρτυρίες γι’ αὐτά. Ὁ προφήτης Ἡσαΐας φωνάζει
πολλοὺς αἰῶνες πρὸ Χριστοῦ: «Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; Καὶ
ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη;» (Ἡσ. 53, 1). Ἐλάχιστοι μόνο δίνουν
σημασία στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ συμβαίνει, ἐπειδὴ οἱ πολλοὶ δὲν ἔχουν ἀγαθὴ διάθεση. Ἡ
προαίρεσή τους εἶναι στραμμένη πρὸς τὸ κακό. Ἀγαποῦν
περισσότερο τὸ σκοτάδι παρὰ τὸ φῶς. Τὸ κακὸ καὶ ὄχι τὸ καλό.
«Ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου». Σκληρύνθηκε, πωρώθηκε
ἡ καρδιά τους. «Καὶ τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν καὶ τοὺς
ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν». Πάσχουν ἀπὸ (πνευματική) βαρηκοΐα
καὶ τύφλωση, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ μποροῦν νὰ ἀκούσουν, νὰ δοῦν
καὶ νὰ νιώσουν στὴν καρδιά τους τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ
ἐπιστρέψουν κοντά του, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν (Ἡσ. 6, 9-10).
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν διὰ στόματος Ἀβραὰμ λέει, ὅτι εἶναι τόσο μεγάλη ἡ
πώρωσή τους αὐτή, ὥστε καὶ θαύματα νεκραναστάσεων νὰ δοῦν,
δὲν θὰ πιστέψουν.
Καὶ ὄντως ὁ Χριστὸς ἀνέστησε νεκρούς, ἔκανε πλῆθος ἄλλων
θαυμάτων, ἀναστήθηκε καὶ ὁ ἴδιος στὸ τέλος, ἀλλὰ καὶ πάλι οἱ
ἄνθρωποι, περιέργως, τὸν ἀπέρριψαν. «Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα
πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν» (Ἰω. 12, 37). Ὁ
πρωτομάρτυς Στέφανος, λίγο πρὶν λιθοβοληθεῖ, καταγγέλλει εὐθέως
τὴ σκληροκαρδία τους. Τοὺς ὀνομάζει σκληροτράχηλους καὶ
ἀπερίτμητους «τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν», γιατὶ δὲν φρόντιζαν νὰ
περικόψουν τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τους καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ
τὴν (πνευματική) βαρηκοΐα τους. «Ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ
ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς». Καὶ οἱ μὲν πατέρες τους
εἶχαν φονεύσει ὅλους τοὺς προφῆτες ποὺ προκατήγγειλαν τὴν
ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ ὅμως τώρα ἔγιναν προδότες καὶ φονεῖς
τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 7, 51-52).
Ἡ πώρωσή τους ὀφείλεται στὸ ὅτι δουλεύουν στὴν ἁμαρτία. «Τὸ
εὐαγγέλιον ἡμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστὶ κεκαλυμμένον». Ἐπειδὴ «ὁ
θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου (ὁ σατανᾶς) ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν
ἀπίστων», γιὰ νὰ μὴ λάμψει μέσα τους τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι,
ἀκόμα καὶ ὅταν ἀκοῦνε ἢ διαβάζουν τὴν Ἁγία Γραφή, δὲν
καταλαβαίνουν τίποτε. Ἔχουν πλήρη σκοτισμό. «Ἐπωρώθη τὰ
νοήματα αὐτῶν». Καὶ ὅπως ὁ Μωυσῆς κάλυπτε τὸ πρόσωπό του, γιατὶ
ἀδυνατοῦσαν νὰ βλέπουν τὴ λάμψη του, ἔτσι καὶ μέχρι σήμερα «τὸ
αὐτὸ κάλυμμα ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μένει». Καὶ ὅταν
«ἀναγινώσκεται Μωυσῆς, κάλυμμα ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῶν κεῖται».
Μόνο ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Κύριο αἴρει τὸ κάλυμμα, καταργεῖ τὴν
πώρωση (Β΄ Κορ. 3, 13-16. 4, 3-4).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου